Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012
ΤΟ ΝΕΡΟ
«Νερό της βροχής
της συννεφιάς ανθάκια, να λούζεται ο άκορφος κόσμος μας κι ωσάν Βαβέλ να
χτίζεται ολημερίς και να γκρεμίζεται τα βράδια, αθώρητα».
Κομίζει
κελαρυσμούς αθανασίας όπως ζυγώνει με το μέρωμα της προαιώνιας μορφής,
Άηχες λέξεις
αφήνοντας σε ό,τι κι αν αγγίσει.
«Όποιος τους
φθόγγους του νερού, δεν μπόρεσε να μάθει, άπραγος λόγος
Τον μετρά κι
άπραγος δρόμους παίρνει»
Στο
πορθμείο της νηνεμίας ή της θύελλας
Από πίδακες κι
εξατμίσεις αυτοεξορίζεται, συμπράττοντας σε χρώματα και σε άφαντες
Διαδρομές – του σύννεφου η παραφορά, της γης ο άμωμος πλούτος.
Ύδωρ,
προανάκρουσμα στις πτυχώσεις του χρόνου –για να λαλεί ο πετεινός και τρεις να
μ’ Απαρνιέσαι, και να θωρώ από το φιλιατρό του πηγαδιού,
Tον Αρχάγγελο Ραφαήλ να μου γελάει.
Με νεύμα
παλίντονο σε γλώσσα γραμμική Α και
Σε αρχέγονη
επιτομή η ετυμηγορία του, καθώς κινεί και αλφαδιάζει την εσχατιά των
πόθων
– της δίψας
το αντίδωρο του νηστευτή το δέλεαρ.
«Με σώμα βαρκάκι
κιβωτό κι ένα κομμάτι όνειρο, ήλθε το πλήρωμα του χρόνου
Για να δω, όλο
τον κόσμο σε μια σταγόνα στις χορδές του νερόλακκου»
Από την κοίτη του
ανασύρονται τα λησμονημένα ερωτήματα του θανάτου
Και του υπάρχειν
– όταν η κόρη της αυγής τους βοστρύχους της λούζει, ενώ την κυκλώνει
Η προσμονή του
γυρισμού για ’κείνο που περιμένει από τους ωκεανούς του διθυραμβικού
Κύματος – με πολύχρωμους πανσέδες της παλίρροιας και με της άμπωτης
Τους
μεντεσέδες, ο υφαντής του φωτός με τον αργαλειό των αφρών αυτοσχεδιάζει, ενώ
Από πριν ξέρει το εκτόπισμά σου κι ότι αποστήθισες σε αμμοθύελλες και σε
μοναξιάς Επεισόδια, σου το επιστρέφει ακέραιο.
Τορναδόρος
σχημάτων, με την πυρίμαχη φορεσιά του αναμετράται με τις θύελλες – τα
Ποταμόπλοια μυθολογούν τους δρόμους που χαράζει.
Διαλεκτική του
Οδυσσέα και του Προμηθέα δεσμώτη στο σφυγμό του κύματος
Και του βράχου,
στα έγκατα τού ακατάλυτου, από καταβολής του κόσμου απαστράφτει.
Ισοβίτης της
σάρκας μελωδεί, με την κωμωδία και
Την τραγωδία των
παρηχήσεων του βυθού και με τ’ αρχαία ναυάγια κι επί εδάφους.
Έλασμα δρόσου στο
ριζιμιό χαράκι και καβαλάρης, ακροβατεί στο προπέτασμα σύννεφου,
Και στην άνυδρη
ανάσα του βουνού.
Του ασκητή
η πέτρινη σκαλισμένη φούχτα του βράχου που εν ειρήνη λογχίζει
Με το αγίασμα τη
θέαση των όρνεων.
Του Πόντιου
Πιλάτου το νίψιμο των χεριών του, ρέοντας αίμα
Σημάδι της
αιώνιας καταδίκης του.
Των ελευσίνιων
μυστηρίων το καθαρτήριο στον Ηριδανό ποταμό, στους μυημένους
Της ενόρασης και
της θείας ενατένισης.
Η έλικα των
φυγάδων από το ανεμοδαρμένο τόπο της Εδέμ.
Θησαύρισμα της
ερήμου όπως αποκρίθηκε ο βεδουίνος στα βάθη του απόκοσμου, με της Όασης
το απέριττο και της Μαγδαληνής το δάκρυ. Της λίμνης το θέσπισμα στων Φαραώ τη
Θεοκρατία, με του Νείλου την ιερότητα όπως αποπλέουν οι φελούκες
Με τους κτίστες
των άστρων .
Αναθρώσκει ο
Αίσα στου Ιορδάνη ποταμού το κέλευσμα.
Περίακτο της
βουνοκορφής και λαμπύρισμα και περιαιρετό στις στέγες των σπιτιών, σε Μορφή
κρυστάλλων από χέρι πρωτομάστορα θαρρείς, συμπράττει σε ανάγλυφες λουλουδένιες
Εκφάνσεις, αχειροποίητες .
«Τα νηπενθή
των ροδαμνιών που κλαίνε μόνα τους τα βράδια, μάτι Θεού
Να μη τα δει ούτε
η Βερενίκη, με τη νερένια φλέβα τους στάζουν δάκρυ ανθόνερου».
Νερά στο
Κουρταλιώτικο φαράγγι πίνει
Ο σταυραετός κι ο
γυρισμός στου ίσκιου τα γκονάρια κι ο ναυαγός ταξιδευτής στις
Αμμοθίνες χαράζει βήμα και το λιβάδι ποσειδωνίας,
Του δίδεται ως η
κολυμπήθρα των στεναγμών του.
Όλβιος ο
πρίγκιπας των κρίνων όπως θωρεί τον κόσμο μας από
Της πόλης την
εντροπία, υγρά αποτυπώματα με τα πέλματά του αφήνει με κάθε ολόγιομο Φεγγάρι
από την νοτισμένη τοιχογραφία του ανακτόρου, να ευφραίνονται τ’
ασημένια Φύλλα της ελιάς και της αμπέλου η ρίζα.
Της αμμωδίας ο
αμνός τη φλέβα γλυκού νερού της θάλασσας, λάμνοντας αναζητά στου Δία το
νησί, και σα τη βρει, στο Νώε στέλνει μήνυμα με Ολόλευκο Περιστέρι, ν’ αλλάξει
Ρότα και να ’ρθει τη γη να διαφεντεύσει.
Στην πύλη της
Ιστάρ η Αμυίτις δάκρυα στάζει στο χώμα – κι ο Ναβουχοδονόσορ σκιάζεται
Τις νύχτες – ένα
της δάκρυ κυλάει έως τον Ευφράτη, τότε το ποτάμι ξεχειλίζει τυλίγοντας
Τα τείχη της
Βαβυλώνας. Όταν τα νερά κατακάθισαν, σμήνη πουλιών έριχναν σπόρους
Παραδεισένιων
λουλουδιών, τη δυστυχία της να ξορκίσουν. Αμέσως φύλλα πέταξαν
Κι άνθισαν κι
ευωδίασαν σε κρεμαστούς κήπους κι έζωσαν την πόλη, και τ’ αηδόνια στα Κλαριά
πετούσαν κελαηδώντας.
Το μήνυμα το
έλαβε ο ραβδοσκόπος του Σινά και το ραβδί του τον οδηγεί, στην καιόμενη Βάτο-
για κρουνό νερού η γης μιλά- μα ποιος βαστά να την ξεριζώσει, που αντί γι’ αυτό
που Πεθυμά λάβα θα βγει και θα τον κάψει.
Και το
ανάκουσμα φτάνει στ’ αφτί του μάντη της Φαιστού, για να μη ξοδεύουν τα
νερά που Ξεδιψούν τα χαμολούλουδα και τα πουλιά, γιατί η θεά Άρτεμις –
όπως του παραγγέλνει – Βαριά κατάρα θα ρίξει επάνω τους.
Γιατί με τη σκιά
του άλλου κόσμου, το σώμα συνορεύει, σκιά από νερό, στάχτη κι θειάφι,
Είναι ο άλλος
εαυτός που να γυρίσει θέλει – και κρυφά νοιάζεται –
Στα μητρικά νερά,
και τον κόσμο αυτό ποτέ ξανά να μη τον αντικρίσει.
Κι αν ήταν χρέος
κάποιου άλλου εαυτού του, η επί γης ποινή του, ας του δοθεί χάρη Σύντομα να
τελειώσει
Και στις θάλασσες
των Ουρανών να ταξιδεύει εσαεί.
«Ανοίγει δρόμους
μέσα από το σώμα του και τους αρμούς του ζωές αταξίδευτες
Σα ρούχο τους
φορούν, ανάβοντας κερί στα βότσαλα,
Και προσδοκώντας
όταν το δικό τους κύμα κοπιάσει για να τις πάρει, να ’ναι ψηλό σα το Βουνό, για
να χαρούν τα ύψη».
Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012
ΟΡΘΡΟΣ
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
(στους γονείς μου
Εμμανουήλ και Καλλιόπη )
Την πέτρα των
καθαρμών ανασύραμε
Με τ’ ανθισμένα
φύκια των μαιάνδρων
Μικρούλες
ολόλευκες μαργαρίτες -ακριβοθώρητες
Μέρα της
Αναλήψεως σέρνει το κύμα το χορό στα παιδικά τα μάτια
« Οι γνωστικοί
σήμερα ξορκίζουν τα κακά πνεύματα
Ώστε να
καταποντισθούν στα βάθη της θάλασσας »
Έλεγε η
Πολυξένη χρησμολογώντας καθώς σταυροκοπιότανε
Στην άκρη της
αμμουδιάς με τα βράχια
Σκούριαζε
το ναυάγιο ενός πλοίου
Που στ’ αμπάρια
του κουβαλούσε ξυλεία
–θυμάμαι τα μαύρα
από κατράμι κύματα πίσσας
Και τις
σανίδες από οξιά που σώρευε στα βότσαλα η θαλασσοταραχή–
Το χέρι του
Ποσειδώνα το ’κοψε στα δυο
Γιατί διέσχισε
την όψη του μια νύχτα με πανσέληνο
Στου Υακίνθου τα
χωρικά ύδατα
Οι χαροκαμένες
μάνες σκορπούσαν κομμάτια
Από την
αρτοκλασία στη μισοβυθισμένη πρύμνη
Του βαποριού
Κι ύστερα
ανάδευαν με τα δάχτυλά τους στο χαράκι
Το νερό στη
λακκούβα στάζοντας πριν αγιασμό
Για να βρουν
αναπαμό οι ψυχές των αδικοχαμένων ναυτικών
Οι γλάροι με το
πέταγμά τους πάντα
Θρηνούν τους
αφανισμένους ενός ύστερου οδυρμού
Τα
παιδαρέλια του αβάπτιστου πόθου
Έριχναν
παραδίπλα μακροβούτια
Από το κάθετο
βράχο στα γκρεμνά της ακτογραμμής
Δοξολογώντας το
βυθό όπως καταδύονταν και με ανοιχτά μάτια
Ανακάλυπταν της
ήβης την πατριδογνωσία
Σωνόμουν από τις
φλογώσεις μου
Στη κρυψώνα της
ενάλιας σπηλιάς όταν
Τα
αναποδογυρισμένα βαρκάκια στο φανελάκι
Της
Αλκμήνης
Μου έδιναν
καταφύγιο στ’ όνειρο
Θα με
ακούσει άραγε κι απόψε ο ηλίανθος
Όπως θα πορευθώ
στο περιστύλιο των άστρων
Εκλιπαρώντας
τα μελλούμενα
Το άγνωστο
σιμά να ημερέψω
Ο Αμάραντος έως
τον αμαξωτό μέσα από το χωματόδρομο
Μας έδινε την
πνοή
Της φωτερής
επανάληψης των διαδρομών μας
Με τ’ άνθη της
Μολόχας όπως και
Με την
Ίριδα το λουλούδι της ζωής και του θανάτου
Το Άγριο
τριαντάφυλλο το ανεπίδεκτο μαθήσεως
Της
άσπλαχνης καρδιάς
Το
Δίκταμο του Μίνωα το πρωινό ξύπνημα
Με τη μέθη του
θαλασσοκράτορα
Τη
Λουΐζα ιέρεια του πόθου στο απαγορευμένο σπίτι της πλαγιάς
Και της λύτρωσης
Μαζί με το
Δενδρολίβανο προέτρεπαν της σάρκας το αντάμωμα
Με τα ριζά της
λάβας
Το Χαμομήλι
που μας μάθαινε πως όταν πενθούν τα σώματα
Πενθεί όλος ο
κόσμος κι είναι τα βράδια έρημα
Κι όταν ο νοτιάς
μέρες κρατά το φασκόμηλο προσμένει
Να του συνδράμει
τις πλαγιές του
Πνοή να δώσει
στο βουνό για να ριγεί το σύννεφο
Και το γεράκι να
’χει τόπο
Και το πουλάκι
των χαμολούλουδων να βρει
φωλιά να χτίσει
Έχανα το βλέμμα
μου ενώ θωρούσα
Το νεκρό σώμα μου
να πυρπολείται
Από
τοξοβόλο με βέλος φωτιάς
Σε σχεδία με
κλαδιά του πλάτανου
Από το ποτάμι του
Καρτερού – ήταν τότε που αρνήθηκα του
θεού την
παντοδυναμία όταν τ’ άνθη του γιασεμιού
Ακινητούσαν
του θέρους το εωθινό κάλεσμα
Κι ενώ έσπαγε το
νησί του Δία
Το καράβι στο
πέρασμά του τα κρινάκια της άμμου
–Θαλάσσιοι
ασφόδελοι– Pancratium
maritimum –
Απόθεταν στη
λιτανεία του ανέμου
Μυρωδικά
βράδια αποστερώντας της θλίψης
Την αναρρίχηση
στους αναχωρητές του κόσμου
Όπως τη μετέφεραν
τα πυροφάνια στην πύλη του λιμανιού
Ιδού ο
ποιμένας έρχεται εν τω μέσω της θαλάσσης
Ασκεπής
δίχως τη μαντήλα της ερήμου– άνθρωπος εν πλω του σύννεφου
Κι αίφνης το
σπίτι μου τον προϋπαντεί
Στο
μόλο σαν θαλασσόδαρτο σκαρί
Μιας στιγμιαίας
θλίψης
Πάνω στα
κυματόφραχτα παρένθετα του βίων
Η μάνα μου ραίνει
με ροδοπέταλα το πλατύσκαλο
Της εξώπορτας με
το ’να χέρι και με το άλλο
Θυμιατίζει τον
επερχόμενο κριτή των ημερών της αργίας
Η μπιγκόνια
ερυθριά και το αγιόκλημα εκστασιάζεται
Εκείνος γνέφοντάς
μου απολαμβάνει μια ρουφηξιά
Από το τσιγάρο
μου συνωμοτώντας μαζί μου
– με όψη
ροκ στο γύρισμα της σκάλας
Βόλτα τις
αμαρτίες μας βγάζαμε με φωτοστέφανα τα βράδια
Και ’κείνος
μειδιούσε με τις άκακες ανομίες μας
Όρθρος
θαλασσινός λάμνοντας
Από το παραθύρι
του πελάγους εισβάλλει και συναρπάζει
Τη σάλα με τα
μανταρίνια στη γυάλα
Ξεκλειδώνει τη
μυρωδιά από το κυδώνι στο βάζο
Καθώς μονολογεί
Η χιώτικη μαστίχα
στη γλώσσα των Χερουβείμ που βυθισμένη στο ποτήρι
Κλήτευε τη στιγμή
σε εναγώνια αγόρευση
Απόλαυσης και
περισυλλογής των προσκεκλημένων
Ζωή με
νεροπίστολα σε είχαμε κερδίσει
Στα χνώτα ο
πολυέλαιος τ’ ουρανού έσταζε αφθονία
Κι ένας
απαγορευμένος κήπος ήταν
Της καρδιάς ο
κτύπος για τους σεσημασμένους
Του ερωτόκριτου
καιρού
Σαρώναμε ασύστολα
τα βλέμματα των πόθων
Και τα σεντόνια
μας γίνονταν
πανιά εκστρατείας
της νυχτερινής μας περιπλάνησης
Στο νησί των
λωτοφάγων ανταλλάσσαμε
Τα φύλλα πορείας
της καρδιάς μας
Για μέρες
αλκυονίδες ωσάν ταξιδευτές
Στα υψίπεδα του
φωτός – ο Πειραιάς ήταν
Ο πρώτος σταθμός
του ταξιδιού μας που όμως αργούσε
Να
πραγματοποιηθεί γιατί στο πλοίο Αγγέλικα
Άλλοι είχαν
προτεραιότητα
Κι εμείς στην
προβλήτα εκτίαμε την ποινή της αναμονής
Τα κατευόδια και
τους προορισμούς με τα χέρια κατάρτια
Τ’ αφήναμε στον
άνεμο καθώς
Τον ήλιο τρέχαμε
άμαθοι να προλάβουμε
Πριν δύσει στο
δρόμο μας
«Σηκωθείτε! θα
μας βρει το μεσημέρι»
Φώναζε ο
κυρ Μανώλης
« γεμίστε τα
κοφίνια με σταφύλια όλοι είσαστε πίσω
ποδάρι
Οι απλώστρες να
φέρουν τα ρολά του χαρτιού στον οψιγιά »
Έβλεπες τους
κόπους να χαρακώνουν το πρόσωπό του
Με ενδόμυχες
ικεσίες παρακαλούσε τον Άχραντο- τον Μαρξ -
Η σοδειά φέτος να
είναι καλύτερη
Καθώς αγνάντευε
τον αμπελώνα με μάτια οιωνοσκόπου
Ήθελε
μεγαλώνοντας να τρυγήσει
Το μόχθο μιας
ζωής μα η ειμαρμένη που του εδόθη
Στη γέννα
του είχε το σημάδι της λόγχης
Των
φρουρών που έσταζε νερό και αίμα
Στις φυλακές της
Νεάπολης
Από τους
δυνάστες των λαών μα η ελευθερία του
θέριευε και μέσα
στο υγρό κελί του που είχε δέκα πόντους νερό
Καθώς τον είχαν
χωρίς παπούτσια σ’ ένα τσιμεντένιο κρεβάτι
Δίχως
στρωσίδια όταν με το σπίρτο
Άναβε το τσιγάρο
του –χύμα Santé– έστηνε παράσταση
Με τα μάτια του
αγώνα και της ψυχής βλέποντας
Μόνο
τα βεγγαλικά της Ανάστασης και τα
φωταγωγημένα
πλοία στο λιμάνι έτσι έμεινε ζωντανός
Μέσα στην
απομόνωση
«Έχω γραδάρει την
ποτάσα η αλουσά είναι έτοιμη
Ο βουτηχτής πού
βολοδέρνει πάλι;»
Κάθε χρονιά στην
πρώτη μέρα του τρύγου
Έψαχνε τη
νεροφίδα της στέρνας
Ήταν το στοιχειό
και το γούρι του
Μόνο
εκείνον πλησίαζε
Όταν αργότερα
πέθανε χάθηκε κι αυτό
Κι ο αμπελώνας
ξεράθηκε
Πριν είχαν δει
ένα γυπαετό να εφορμά ακάθεκτος
Απ’ τον ουρανό
και στο ράμφος του σε λίγο
Να κρατά το φίδι
ωσάν τρόπαιο θανάτου
Ευλογημένα
ροζιασμένα χρόνια
Με άρωμα από
λεβάντα και θυμάρι
Στην ποταμιά τα
πρώτα σκιρτήματα των πόθων
Με του γκιόνη τα
ξαφνιάσματα στη νύχτα
Όταν τα έμβρυα
όνειρα προετοίμαζαν
Τους
ιχνηλάτες χαρακτήρες για το μεγάλο ταξίδι
Η σκόνη από τα
πλατάνια γεννούσε τα πρώτα
Δάκρυα των ερώτων
μας
Η κόρη Ελευθερία
Ισάξια μέσα σε
οχτώ άνδρες δούλευε
Στις περιουσίες
της φαμίλιας και στη λάτρα του σπιτιού
Αγοροκόριτσο και
αδελφή ψυχή στα δύσκολα
Είχε τον τρόπο
της να ’ναι παρούσα
Σ’ όλες τις
κακοτυχίες που μας κτυπούσαν
Κάθε Ιούνιο
του Αγίου Ιωάννη με τ’ άλλα κορίτσια της γειτονιάς
Πήγαιναν στον
κλήδονα για να μάθουν
Ποιον θα
παντρευτούν με χωρατά και
Σε ποια θα πέσει
ο κλήρος της πρώτης παντρειάς
Ο Σταύρος ο
υστερότοκος το στεροβύζι όπως τον έλεγε η μάνα
Προσδοκούσε το
ρόλο του αρχηγού κι όλο συνέπραττε
Στων μηχανών τη
συντήρηση αποσπώντας
Τα εύσημα του
πατέρα
Στα ερείπια της
Αγίας Φωτεινής κάποτε επέπληξε
Μια
συλλειτουργό του –κοριτσάκι της γειτονιάς– σε ρόλους ψαλτάδων που
έχασε
Το μέτρημα στο «
Κύριε ελέησον » με στεντόρεια φωνή και μορφασμούς τότε
Η φθαρμένη
τοιχογραφία του ιερού έσταξε δάκρυ χαράς
Από τις αγνές
παιδικές μας ψυχές
Της Ιωνίας τα
μοιρολόγια και της Κρήτης το Λίβα
Και τη
λύρα κουβαλάω μέσα μου
Ποτέ δεν θα μάθω
πιότερο τι αγαπάω
Πόσες φορές
όμως νιώθω σαν ένα βραχονήσι μεσοπέλαγα
Χωρίς προορισμό
Σαν φαροφύλακας
των αέρηδων κι αμύρωτος του φωτός
Όπως περιδιαβαίνω
την Ουρανούπολη του σύμπαντος κόσμου
Δόξα σοι θάλασσα
δόξα σοι
Που ευσχήμων στα
κύματά σου ακόμα πορεύομαι.
Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012
ΟΤΑΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
Στο συγκρότημα
ΜΑΤ ΣΕ 2 ΥΦΕΣΕΙΣ
Ποτήρι, τασάκι,
σύνεργα καπνού στο τραπέζι του κήπου
– εφεδρείες στη
θητεία του αειθαλούς λόγου –
κι ένα ηλεκτρικό
τρυπάνι στην οικοδομή απέναντι, κομματιάζει
του ανέμου την
υπεροψία, ενώ στις παύσεις του
ακούγεται ένα
αραβικό τραγούδι από το παράπηγμα
στο τέρμα του
αδιέξοδου καθώς, η άμμος από τη Σαχάρα
επικάθεται στις
αλχημείες των δελτίων ειδήσεων.
Οι γνώριμοι του
αοράτου, πηγαινοέρχονται από τις ραγισματιές των τοίχων
και τα παράθυρα,
απρόσκλητοι κι επικριτικοί
– αποθανατίζονται
σε λερές μισοσχισμένες
αφίσες για την
εκμάθηση ξένων δρόμων και
καλούν τους
περαστικούς, να συμπράξουν με προσφορές εισιτηρίων άνευ επιστροφής.
Στο εκμαγείο των
ήχων περιπλανάται, προσπαθώντας
να εισέλθει από
την κρυφή θήρα τους
ώστε ν’ αποδώσει
στα ηχοχρώματα τις λέξεις κλειδιά,
που θα
ενσαρκώσουν μια απόκρυφη πράξη
τού παρελθόντα
χρόνου – σε απόδοση ίσως λανθάνουσα κι ερήμην του
– λουλουδάκι του
γκρεμού το λέει κι όλο ρωτά
ο τελευταίος
κρότος άραγε της μνήμης του,
σε ποια αταξία
εποχής θα χωρέσει – ίσως σε καθρέφτη πένθους
μιας ακόμα
ημέρας. Θεέ των άλικων ρόδων
κανείς δεν του
αναγνωρίζει την ερημία μιας τάξης του βίου του έστω,
καθώς περνά
ασθμαίνοντας ως φαίνεται
και τελευταίος το
νήμα των προσδοκιών του .
Πόσο αναμένει την
ελεύθερη πτώση του ίχνους του στην ανυπαρξία,
ώστε θύμηση να μη
μείνει – αποπροσανατολίζοντας
τους άρπαγες
χρόνους του και ακολουθώντας μόνο τις σκιές τους,
στα βάραθρα της
μνήμης του φιλοπαίγμονος όλου.
Αίφνης η άχραντη
προαίσθηση
κροταλίζει τα
πρώτα πατήματα στον περίβολο
της ασημαντότητας
– τα ύφαλα στο ταξίδι του βρήκαν βυθό με βράχια –
ενόσω ξετυλίγει
αποστάσεις στη θέαση του ορίζοντα από μπετόν.
Αυτοδίδακτος στο σκοτάδι φυλλορροεί στην αυτάρκεια του εφήμερου και
ασυνάρτητος στον
περιβάλλοντα χώρο του
ευδοκιμεί ως
απόηχος, καθώς τον θηλάζει η μέρα, με τα απολεσθέντα και τα ληξιπρόθεσμα του
χρόνου άχρονου.
Σάββατο 28 Ιουλίου 2012
Η ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΜΑΣ (των ορατών κι αοράτων )
Στον Χρίστο Γ Παπαδόπουλο και Χρήστο Ναούμ
Απόγευμα αποπνικτικό στην παραλία, με άδεια κουτάκια μπύρας και
αναψυκτικών, με πλαστικά καλαμάκια, αποτσίγαρα, άδεια πλαστικά μπουκάλια του
νερού και κάθε λογής απομεινάρια της επέλασης των βαρβάρων στη θάλασσα. Τα
κορμιά των εφήβων ερωτοτροπούν με τον ήλιο, ενώ αλυχτούν οι φλόγες της ηλικίας
τους. Πακιστανοί μικροπωλητές και Αφρικανοί, κάνοντας χιλιόμετρα πάνω στην άμμο
με φτηνά στολίδια, αναγορεύουν τους λουόμενους σε πρίγκιπες της ονειροπόλησης.
Τα απορρυπαντικά και οι γυαλισμένες επιφάνειες των βίων, συναντούν εδώ το
αντίπαλό τους δέος.
Ένας ξαφνικός ανεμοστρόβιλος από το πουθενά, σηκώνει τις ομπρέλες στον αέρα
και την άμμο κι έντρομοι οι θαμώνες του καλοκαιριού και αλαλάζοντες προσπαθούν
να προφυλαχτούν, έχοντας στο μυαλό τους το φαινόμενο αυτό από την αμερικάνικη
επικράτεια που βλέπουν κάθε τόσο στα δελτία ειδήσεων. Μία ομπρέλα σε σχήμα
τόξου καρφώνεται στο μάτι ενός νάρκισσου που έδειχνε αεικίνητος με το συμβάν.
Όπως σφάδαζε από τον πόνο, μια γυναίκα από την Ινδία με τη χαρακτηριστική
ενδυμασία και το κόκκινο σημάδι στο μέτωπο έτρεξε κοντά του.
Πήρε μια χούφτα άμμο και με δοξαστικό οδυρμό σε άγνωστη γλώσσα, άρχισε να
την μαλάζει με το σάλιο της, επικαλούμενη με τις επικλήσεις της τα επουράνια.
Μετά το πέρας του τελετουργικού άπλωσε με τα δάχτυλά της τη λάσπη στο χυμένο
μάτι, και ω του θαύματος, σε λίγο σταμάτησαν οι πόνοι του άτυχου άνδρα και
καθώς σε λίγο ξέπλενε το πρόσωπό του με νερό –προσφορά γνωστής εταιρίας
εμφιαλωμένων προϊόντων καθώς η διαφήμιση κι ο καταναλωτισμός έχουν παντού
μάτια– εμφανίστηκε ξανά το μάτι του και, πριν συνειδητοποιήσει το θαύμα και τη
χάρη που του εδόθη εκ των άνωθεν, πανικόβλητος όπως ήταν, προσπαθούσε να
εντοπίσει την Ινδή γυναίκα η οποία είχε εξαφανιστεί μες στο πλήθος των
περιέργων.
Ένα νήπιο πιο πέρα, ξεχασμένο από τη μητέρα του, παρασύρθηκε από ένα μεγάλο
κύμα παλίρροιας που δημιούργησε ένα επιβατηγό πλοίο και για λίγα λεπτά χάθηκε
μες στη θάλασσα, κάποιοι φώναζαν βρίζοντας κι έτρεχαν πέφτοντας στα κύματα
δίχως όμως αποτέλεσμα. Εντελώς ξαφνικά εμφανίστηκε ένα τεράστιο κήτος και,
πλησιάζοντας στην άκρη της παραλίας, άνοιξε το στόμα του αφήνοντας το νήπιο με
τη παιδική του αφέλεια να περπατήσει στην άμμο, δίχως κανένα ίχνος τρόμου και
καθόλου δεν φαινόταν να θυμάται τι του είχε συμβεί λίγο πιο πριν.
Το αόρατο αφτί πιο κάτω άκουγε την ομάδα των διανοούμενων να συζητούν
ευαγγελιζόμενοι ένα κόσμο ισονομίας και ισοπολιτείας για όλους, με δικαιοσύνη
και αγάπη προς τον πλησίον μας. Κάποια στιγμή τους πλησίασε ένας ζητιάνος, αλλά
απέφευγαν με διακριτικότητα ν’ ασχοληθούν μαζί του. Όταν εκείνος τείνοντας με
επιμονή το χέρι του έγινε αρκετά φορτικός , ένας από την ομήγυρη τον απώθησε με
άγριο βλέμμα. Εκείνος κάνοντας δύο βήματα πίσω, άρχισε να σπαράζει
σεληνιασμένος και με απόκοσμα ουρλιαχτά σαν από λύκο, τα πολυκαιρισμένα του
ρούχα άρπαξαν φωτιά και καιγόντουσαν σιγά-σιγά εμφανίζοντας αντί για καμένη
σάρκα φωτεινούς αρμούς σώματος άλλων διαστάσεων από το δικό του.
Μετά από λίγο, και για ελάχιστα δευτερόλεπτα, είχε μετασχηματιστεί σ’ ένα
πανέμορφο άνδρα σχεδόν γυμνό, με ολόλευκα φτερά, ενώ εκείνοι είχαν χάσει τη
φωνή τους κι επικοινωνούσαν μεταξύ τους πλέον με γαυγίσματα. Σε μια άκρη της
παραλίας όπου οι πέτρες και τα φύκια έκαναν απαγορευτικό το σημείο για τους
κολυμβητές, ένα βρέφος ήταν αφημένο πάνω σε απλωμένες σελίδες από το ένθετο
γνωστής εφημερίδας, που στη συγκεκριμένη έκδοση είχε συνεντεύξεις γνωστών
υπουργών και του πρωθυπουργού της χώρας, όπως και αφιέρωμα σε ποιητές και
συγγραφείς του αιώνα που πέρασε.
Το βρέφος είχε αφοδεύσει τους φιλοξενούμενους των σελίδων και χαμογελούσε
σε αόρατους γλάρους που το σκίαζαν με τις φτερούγες τους προφυλάσσοντας το από
το λιοπύρι του καλοκαιριού και την πείνα – ο χαρτοπολτός άραγε για την έκδοση
εφημερίδων και περιοδικών στην οικουμένη, πόσα πεινασμένα παιδιά θα είχε θρέψει
αν ήταν γάλα. Η τσιγγάνα μάγισσα μάνα του καθόταν στα ρηχά με όλα της τα ρούχα
και με τα σκοτεινά της μάτια παρακολουθούσε τον επερχόμενο θάνατο μιας γυναίκας
που χασκογελούσε ανέμελη με το σύντροφό της, επιδεικνύοντας εμμέσως την
ευμάρεια της ζωής της.
Η παραλία βρίθει από καιροσκόπους –οπορτουνιστές όπως θα έλεγε ο
διανοούμενος– με τ’ αντίγραφα αξεσουάρ του καταναλωτισμού, ωσάν δεκανίκια του
φαίνεσθαι επάνω τους –μεγέθη προέκτασης του εαυτού τους– σαν τη μνήμη των
ρομπότ, δηλαδή, της διεκπεραίωσης του χρόνου τους , δίχως την κατάκτηση ενός
λεπτού σιγής, στη βύθιση της ενδοσκόπησης του πραγματικού είναι της ζωής τους.
Μεσήλικες άνδρες και γυναίκες, που ο δείκτης του ρολογιού στον καθρέφτη
τους σταμάτησε στα είκοσι τους χρόνια, και τώρα εξαγοράζουν την έκπτωτη ζωή
τους παλιμπαιδίζοντας και θωπεύοντας το θάνατο δίχως να το γνωρίζουν. Άνθρωποι
του μόχθου, που μάταια προσπαθούν ν’ αντισταθούν στις ετικέτες κάποιων
προϊόντων μήπως και θεωρηθούν δεύτερης κατηγορίας πολίτες, εγκλωβισμένοι από
ένα κίβδηλο σύστημα αξιών όπου πρέπει να καταναλώνεις για να υπάρχεις ως άτομο.
Το άχρονο μάτι επόπτευε την τριήρη που προσάραξε στ’ αβαθή και αποβίβαζε
τους αθάνατους σοφούς από την οδύσσεια των ορατών κι αοράτων της συνείδησης.
Μόνο τα βρέφη, τα νήπια κι ένας αλκοολικός ποιητής τούς αντιλήφθηκαν και τους
χαμογελούσαν. Εκείνοι διασκορπίστηκαν στην ακτή και χάραζαν στα παλίμψηστα
μέτωπα των ανθρώπων το σημάδι της ζωής ή του θανάτου ανάλογα με τα έργα και τις
πράξεις τους και που μόνο οι αστρικοί κριτές μπορούσαν να το αναγνώσουν.
Ένας μετανάστης αποτραβηγμένος στην άκρη της παραλίας –εκεί που το ποτάμι
της Πικροδάφνης κατεβάζει από τις περιοχές των «πολιτισμένων» σκουπίδια κι ό,τι
φανταστεί ο νους του ανθρώπου– σερνόταν έως το νερό με το ένα του πόδι –το άλλο
ήταν κομμένο από το γόνατο και κάτω– για να απολαύσει το μπάνιο του. Απέφευγε
να κολυμπά στα σημεία όπου συνωστίζεται η μάζα των λουομένων, για να μην
προκαλεί οίκτο με το ατύχημα που του είχε συμβεί και που του στέρησε την
αρτιμέλειά του.
Παραδίπλα ακούγονταν κάποια ‘αχ’ και ‘βαχ’ και όσο περνούσε η ώρα άρχισαν
να πολλαπλασιάζονται, ώσπου ολόκληρη η παραλία αναστατώθηκε κι όλοι έτρεχαν σαν
δαιμονισμένοι πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο με ουρλιαχτά από τον πόνο και
αγκομαχητά. Η θάλασσα είχε γεμίσει από μιλιούνια μέδουσες που τσιμπούσαν τ’
ανθρώπινα σώματα και κάποιες δεκάδες έβγαιναν από το νερό και με τα πλοκάμια
τους ωσάν έλικες ελικοπτέρου ορμούσαν σαν σφήκες για το θεάρεστο έργο τους
–τέτοιες καταστάσεις πανικού θέλει ο άνθρωπος για να αντιληφθεί τη ματαιότητά του
και να πλησιάσει ο ένας τον άλλο.
Εκείνον τον είχαν περικυκλώσει εκατοντάδες και μόνο από τις συσπάσεις του
προσώπου του αντιλαμβανόσουν τον πόνο που του προκαλούσαν, όμως παρέμεινε στη
θέση του, λες και ήταν γι’ αυτόν το ελιξίριο μιας όμορφης αισθαντικότητας καθώς
τώρα ξεχνούσε την απόρριψη και την περιθωριοποίησή του από τους συνανθρώπους
του. Σε λίγο αντεστράφη η κατάσταση κι ένιωθε ένα παράξενο συναίσθημα ευφορίας.
Δεκάδες μέδουσες περιφέρονταν στο κομμένο του πόδι σ’ ένα αμάλγαμα ενέργειας με
ηλεκτρικές εκκενώσεις θαρρείς, αναπλάθοντάς το σαν τις μέλισσες που χτίζουν την
κυψέλη τους. Σε λίγα λεπτά το πόδι του είχε αποκατασταθεί, και ολόκληρο το σώμα
του είχε αποκτήσει ένα σφρίγος και ομορφιά απόκοσμη, και το αντελήφθη από τα
βλέμματα των περαστικών, όταν περπατούσε χιλιόμετρα –θέλοντας να
συνειδητοποιήσει αυτό που του συνέβη– για να βρεθεί στο υπόγειο όπου έμενε σε
μια υποβαθμισμένη περιοχή του κέντρου.
Η τάξη και η ηρεμία πλέον αποκαταστάθηκαν στην παραλία κι ο καθένας, με την
παρέα του ή μόνος, απολάμβανε τον ήλιο και τη θάλασσα. Ως δια μαγείας, το
συμβάν σβήστηκε από τη μνήμη τους –το νέο μοντέλο τηλεδιαχείρισης του
συλλογικού ασυνείδητου είχε κάνει το θαύμα του– η εταιρία θησαυρίζει με τους
ελεύθερους σκλάβους, πελάτες της. Τους εκκωφαντικούς θορύβους της μοναξιάς,
αντικατέστησαν οι σειρήνες της ονειροπόλησης και ο καθένας, με δυο τετραγωνικά
μέτρα άμμου κι επάνω της μια πετσέτα σαν τους πρωτόπλαστους σε μοντέρνα
σύλληψη, έριχνε κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας, ώστε την κατάλληλη
στιγμή να δαγκώσει το μήλο του παραδείσου, μια ιστορία που θα επαναλαμβάνεται
εσαεί, όσο θα υπάρχει και η ανθρώπινη απληστία.
Τρεις γέροντες, περπατώντας πέρα δώθε σαν τρελά παιδιά –ένας ποιητής και
συγγραφέας, ένας συνθέτης κι ένας ζωγράφος– άπλωναν τα χέρια τους στον αέρα σαν
να κυνηγούσαν πεταλούδες. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ο γνωστός μοναχικός της
ακτής και τους ρώτησε τι ψάχνουν. Και όλοι μαζί συγχρόνως του απάντησαν:
«Μαζεύουμε τα υλικά της δουλειάς μας», και συνέχισαν: «Όλοι εμείς οι
δημιουργοί, όπως συνηθίζεται να μας λένε, δεν είμαστε τίποτα άλλο από
ταξινομητές και καταγραφείς των υλικών της φύσης». Τους άκουγε με σέβας, καθώς
είχαν φύγει πια από τον ατομικισμό και ζούσαν στην ουσία της ύπαρξής τους. Σε
λίγο, επιταχύνοντας το βήμα του χάθηκε ξανά στο μοναχικό του δρόμο.
Η ΚΛΗΡΩΤΙΔΑ
Στον Γιάννη
Δεληολάνη
Ο ήχος του νερού
να λες να φτάσει τόσο,
Που το δρόμο του
και συ ν’ ακολουθήσεις σε νόημα αυτούσιο όπως αντανακλά το φως,
Αντικατοπτρίζοντας
το δέος εκεί που κυκλώνει το σώμα με το ανάβλυσμα
Της λήθης και με τις
θαλερές λέξεις που σφάζουν τους αέρηδες κι εσένα μαζί.
Σε θρανία σιωπής
ακόμα σμίγεις χαράζοντας το ανήκουστο αύριο κι ύστερα
Το συναρμολογείς
με τους κραδασμούς της σκόνης και μ’ ένα κύκλο
Γης – ισημερινό,
λαιμητόμο ή νόστο, ποιος λογαριάζει.
Ιστορείς τη σιωπή
σου όσο ο λύκος στο λόγο σου συχνάζει κι επωάζει πετρόσχημες αποστάσεις καθώς ο
αστρολάβος χτίζει την έκταση
Που εσύ αμαχητί,
μα ευδαίμων πριν τη γέννα σου συνθηκολόγησες.
Κι όταν οι
ποιητές γράφουν για σένα και δεν έχουν ίσκιο θανάτου να διανύσουν, μη τους
πιστεύεις, γιατί αποθηκεύουν
Το λόγο στα
σημεία στίξης ωσάν έρμα της συνήθειάς τους.
Στης απουσίας την
οδύνη το λίγο έζησες, μ’ αξίζει, αν όριζες το χρόνο σου παρέα μ’ εκείνο
Τ’ άγριο πουλί
που ξενυχτάει για σένα, όπως ξέμεινες
Κι αργείς κι ο
κόσμος σου δεν σε χωράει – αυτός είναι ο φίλος σου.
Όταν
στροβιλίζεται η άμμος του αύριο, τα σώματα γεννιούνται εξ αρχής με άναρθρα
λόγια και με τρόπαια αριθμών, κραυγάζοντας – Δον Κιχώτης στο σανίδι του χρόνου
ο εαυτός σου που ξορκίζει
Τους θεούς του
επίπλαστου σήμερα με το μέρωμα του λυκόφωτος. Κι από την Εδέμ ως τον Άδη
γίνεσαι ήρωας, καρτούν από χαρτί που το τραβούν από τ’ αφτί οι μνήμες. Σε
φιέστα φαντασίας στο πρώτο φωσφορίζον νεύμα τ’ ουρανού αποστρέφεις το βλέμμα –
φως αθάνατο γεμάτο θάνατο – είναι η σύμβαση του προαιώνιου, καθώς δικαιώνει
ξανά και ξανά τους λιποτάκτες των διαδρομών σου.
Πόσους τύμβους
όχλου εσωκλείουν τα εδάφη άραγε γύρω σου, όπως παρεμβάλλουν οι σπονδές ευζωίας
των περαστικών με τις πλαστικές συσκευασίες των συνηθειών τους. Εσύ όμως
αυτομολείς στην ενδοψία σου αυτάρκης, ετοιμάζοντας τη νεκρική πυρά σου.
Κορμί αθάνατο
γεμάτο θάνατο, στον απόηχο το είναι, που συντρίβει την αδικαίωτη ψυχή της μέρας
σου. Σώμα με βράγχια, μιλώντας στο πέλαγος της αταξίας του – νεκροθάλαμος αυτογνωσίας
που σφαδάζει από μοναξιά – αδαές, ξεπουλά και την τελευταία ρανίδα της ύπαρξης,
επαληθεύοντας τις άναρχες στιγμές της αλήθειας , που φωνασκούν στην αϋπνία του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)