Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012


ΟΡΘΡΟΣ  ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
(στους γονείς μου Εμμανουήλ και Καλλιόπη )

Την πέτρα των καθαρμών  ανασύραμε  
Με τ’ ανθισμένα φύκια των μαιάνδρων
Μικρούλες  ολόλευκες μαργαρίτες -ακριβοθώρητες
Μέρα της Αναλήψεως    σέρνει το κύμα το χορό στα παιδικά τα μάτια
« Οι γνωστικοί σήμερα ξορκίζουν τα κακά πνεύματα
 Ώστε να καταποντισθούν  στα βάθη της θάλασσας »
Έλεγε η Πολυξένη  χρησμολογώντας καθώς σταυροκοπιότανε

Στην άκρη της αμμουδιάς  με τα βράχια
Σκούριαζε  το ναυάγιο ενός πλοίου
Που στ’ αμπάρια του κουβαλούσε  ξυλεία
–θυμάμαι τα μαύρα από κατράμι κύματα πίσσας
Και τις σανίδες  από οξιά που σώρευε στα βότσαλα η θαλασσοταραχή–
Το χέρι του Ποσειδώνα το ’κοψε στα δυο
Γιατί διέσχισε την όψη του   μια νύχτα με πανσέληνο
Στου Υακίνθου τα χωρικά ύδατα

Οι χαροκαμένες μάνες σκορπούσαν κομμάτια
Από την αρτοκλασία στη μισοβυθισμένη πρύμνη
Του βαποριού
Κι ύστερα ανάδευαν με τα δάχτυλά τους  στο χαράκι     
Το νερό στη λακκούβα    στάζοντας πριν   αγιασμό 
Για να βρουν αναπαμό οι ψυχές των αδικοχαμένων ναυτικών
Οι γλάροι με το πέταγμά τους    πάντα
Θρηνούν τους αφανισμένους ενός ύστερου οδυρμού

Τα παιδαρέλια    του αβάπτιστου πόθου
Έριχναν παραδίπλα  μακροβούτια
Από το κάθετο βράχο    στα γκρεμνά της ακτογραμμής
Δοξολογώντας το βυθό όπως καταδύονταν    και με ανοιχτά μάτια
Ανακάλυπταν της ήβης την πατριδογνωσία 

Σωνόμουν από τις φλογώσεις μου
Στη κρυψώνα της ενάλιας σπηλιάς   όταν
Τα  αναποδογυρισμένα βαρκάκια στο φανελάκι
Της Αλκμήνης 
Μου έδιναν καταφύγιο στ’ όνειρο

Θα με ακούσει  άραγε  κι απόψε ο ηλίανθος
Όπως θα πορευθώ στο περιστύλιο των άστρων
Εκλιπαρώντας  τα μελλούμενα
Το άγνωστο  σιμά να ημερέψω

Ο Αμάραντος έως τον αμαξωτό μέσα από το χωματόδρομο
Μας έδινε την πνοή
Της φωτερής επανάληψης των διαδρομών μας
Με τ’ άνθη της Μολόχας όπως και
Με την Ίριδα    το λουλούδι της ζωής και του θανάτου
Το Άγριο τριαντάφυλλο   το ανεπίδεκτο μαθήσεως
Της άσπλαχνης  καρδιάς
Το Δίκταμο    του Μίνωα το πρωινό ξύπνημα
Με τη μέθη του θαλασσοκράτορα
Τη  Λουΐζα  ιέρεια του πόθου  στο απαγορευμένο σπίτι της πλαγιάς
Και της λύτρωσης
Μαζί  με το Δενδρολίβανο  προέτρεπαν     της σάρκας το αντάμωμα
Με τα ριζά της λάβας
Το Χαμομήλι  που μας μάθαινε   πως όταν πενθούν τα σώματα
Πενθεί όλος ο κόσμος κι είναι τα βράδια έρημα
Κι όταν ο νοτιάς μέρες κρατά    το φασκόμηλο  προσμένει
Να του συνδράμει τις πλαγιές του
Πνοή  να δώσει στο βουνό  για να ριγεί το σύννεφο
Και το γεράκι να ’χει τόπο
Και το πουλάκι των χαμολούλουδων να βρει
φωλιά να χτίσει

Έχανα το βλέμμα μου ενώ  θωρούσα
Το νεκρό σώμα μου να πυρπολείται
Από τοξοβόλο    με βέλος φωτιάς
Σε σχεδία με κλαδιά του πλάτανου
Από το ποτάμι του Καρτερού – ήταν τότε που αρνήθηκα του
θεού την παντοδυναμία  όταν      τ’ άνθη του γιασεμιού
Ακινητούσαν  του θέρους  το εωθινό κάλεσμα

Κι ενώ έσπαγε το νησί του Δία
Το καράβι στο πέρασμά του   τα κρινάκια της άμμου
–Θαλάσσιοι ασφόδελοι– Pancratium maritimum
Απόθεταν στη λιτανεία του ανέμου
Μυρωδικά βράδια    αποστερώντας της θλίψης
Την αναρρίχηση στους αναχωρητές του κόσμου 
Όπως τη μετέφεραν τα πυροφάνια στην πύλη του λιμανιού  
   
Ιδού ο ποιμένας  έρχεται εν τω μέσω της θαλάσσης
Ασκεπής   δίχως τη μαντήλα της ερήμου– άνθρωπος εν πλω του σύννεφου
Κι αίφνης το σπίτι μου τον προϋπαντεί
Στο μόλο   σαν  θαλασσόδαρτο  σκαρί
Μιας στιγμιαίας θλίψης
Πάνω στα κυματόφραχτα παρένθετα του βίων

Η μάνα μου ραίνει με ροδοπέταλα το πλατύσκαλο
Της εξώπορτας με το ’να χέρι και με το άλλο
Θυμιατίζει τον επερχόμενο κριτή των ημερών της αργίας
Η μπιγκόνια ερυθριά και το αγιόκλημα εκστασιάζεται

Εκείνος γνέφοντάς μου    απολαμβάνει μια ρουφηξιά
Από το τσιγάρο μου   συνωμοτώντας μαζί μου
– με όψη  ροκ στο  γύρισμα της σκάλας

Βόλτα τις αμαρτίες μας βγάζαμε   με φωτοστέφανα τα βράδια
Και ’κείνος μειδιούσε με τις άκακες   ανομίες μας

Όρθρος θαλασσινός  λάμνοντας
Από το παραθύρι του πελάγους    εισβάλλει και  συναρπάζει
Τη σάλα με τα μανταρίνια στη γυάλα    
Ξεκλειδώνει τη μυρωδιά από το κυδώνι στο βάζο
Καθώς μονολογεί
Η χιώτικη μαστίχα στη  γλώσσα των Χερουβείμ    που βυθισμένη στο ποτήρι
Κλήτευε τη στιγμή σε εναγώνια αγόρευση
Απόλαυσης και περισυλλογής  των προσκεκλημένων

Ζωή με νεροπίστολα σε είχαμε κερδίσει
Στα χνώτα ο πολυέλαιος τ’ ουρανού  έσταζε αφθονία
Κι ένας απαγορευμένος κήπος ήταν
Της καρδιάς ο κτύπος για τους σεσημασμένους
Του ερωτόκριτου καιρού
Σαρώναμε ασύστολα τα βλέμματα των πόθων
Και τα σεντόνια μας γίνονταν
πανιά εκστρατείας της νυχτερινής μας περιπλάνησης

Στο νησί των λωτοφάγων ανταλλάσσαμε
Τα φύλλα πορείας της καρδιάς μας
Για μέρες αλκυονίδες    ωσάν ταξιδευτές
Στα υψίπεδα του φωτός – ο Πειραιάς ήταν
Ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού μας   που όμως αργούσε
Να πραγματοποιηθεί  γιατί  στο πλοίο Αγγέλικα
Άλλοι είχαν προτεραιότητα
Κι εμείς στην προβλήτα εκτίαμε την ποινή της αναμονής

Τα κατευόδια και τους  προορισμούς    με τα χέρια κατάρτια
Τ’ αφήναμε στον άνεμο καθώς
Τον ήλιο τρέχαμε άμαθοι  να προλάβουμε
Πριν δύσει στο δρόμο μας

«Σηκωθείτε! θα μας βρει το μεσημέρι»
Φώναζε  ο κυρ Μανώλης
« γεμίστε τα κοφίνια με σταφύλια    όλοι είσαστε  πίσω ποδάρι   
Οι απλώστρες να φέρουν τα ρολά του χαρτιού στον οψιγιά »
Έβλεπες τους κόπους να χαρακώνουν  το πρόσωπό του
Με ενδόμυχες ικεσίες παρακαλούσε τον Άχραντο- τον Μαρξ -
Η σοδειά φέτος να είναι καλύτερη
Καθώς αγνάντευε τον αμπελώνα με μάτια οιωνοσκόπου

Ήθελε  μεγαλώνοντας να τρυγήσει
Το μόχθο μιας ζωής   μα η ειμαρμένη  που του εδόθη
Στη γέννα του   είχε το  σημάδι της λόγχης
Των φρουρών     που έσταζε νερό και αίμα
Στις φυλακές της Νεάπολης
Από  τους δυνάστες των λαών   μα η ελευθερία του
θέριευε και μέσα στο υγρό κελί του  που είχε δέκα πόντους νερό
Καθώς τον είχαν χωρίς παπούτσια σ’ ένα τσιμεντένιο κρεβάτι
Δίχως στρωσίδια     όταν με το σπίρτο
Άναβε το τσιγάρο του –χύμα Santé­– έστηνε παράσταση
Με τα μάτια του αγώνα  και της ψυχής    βλέποντας
Μόνο  τα  βεγγαλικά της Ανάστασης και τα
φωταγωγημένα πλοία  στο λιμάνι    έτσι έμεινε ζωντανός
Μέσα στην απομόνωση


«Έχω γραδάρει την ποτάσα   η αλουσά είναι έτοιμη
Ο βουτηχτής πού βολοδέρνει  πάλι;»
Κάθε χρονιά στην πρώτη μέρα του τρύγου
Έψαχνε τη νεροφίδα της στέρνας
Ήταν το στοιχειό και το γούρι του
Μόνο εκείνον  πλησίαζε
Όταν αργότερα πέθανε χάθηκε κι αυτό
Κι ο αμπελώνας ξεράθηκε
Πριν είχαν δει ένα γυπαετό να εφορμά ακάθεκτος
Απ’ τον ουρανό και στο ράμφος του σε λίγο
Να κρατά το φίδι ωσάν τρόπαιο θανάτου  

Ευλογημένα    ροζιασμένα χρόνια
Με άρωμα από λεβάντα και θυμάρι
Στην ποταμιά τα πρώτα σκιρτήματα των πόθων
Με του γκιόνη τα ξαφνιάσματα στη νύχτα
Όταν τα έμβρυα όνειρα προετοίμαζαν
Τους ιχνηλάτες  χαρακτήρες για το μεγάλο ταξίδι
Η σκόνη από τα πλατάνια γεννούσε τα πρώτα
Δάκρυα των ερώτων μας

Η κόρη Ελευθερία
Ισάξια μέσα σε οχτώ άνδρες δούλευε
Στις περιουσίες της φαμίλιας και στη λάτρα του σπιτιού
Αγοροκόριτσο και αδελφή ψυχή στα δύσκολα
Είχε τον τρόπο της να ’ναι παρούσα
Σ’ όλες τις κακοτυχίες που μας κτυπούσαν 
Κάθε  Ιούνιο του Αγίου Ιωάννη με τ’ άλλα κορίτσια της γειτονιάς
Πήγαιναν στον κλήδονα για να μάθουν
Ποιον θα παντρευτούν με χωρατά και
Σε ποια θα πέσει ο κλήρος της πρώτης παντρειάς

Ο Σταύρος ο υστερότοκος  το στεροβύζι όπως τον έλεγε η μάνα
Προσδοκούσε το ρόλο του αρχηγού κι όλο συνέπραττε
Στων μηχανών τη συντήρηση αποσπώντας
Τα εύσημα του πατέρα
Στα ερείπια της Αγίας Φωτεινής κάποτε  επέπληξε
Μια  συλλειτουργό του –κοριτσάκι της γειτονιάς– σε ρόλους ψαλτάδων   που έχασε
Το μέτρημα στο « Κύριε ελέησον » με στεντόρεια φωνή  και μορφασμούς  τότε
Η φθαρμένη τοιχογραφία  του ιερού   έσταξε δάκρυ χαράς
Από τις αγνές παιδικές μας ψυχές
 
Της Ιωνίας τα μοιρολόγια    και της Κρήτης το Λίβα
Και τη λύρα   κουβαλάω μέσα μου
Ποτέ δεν θα μάθω πιότερο τι αγαπάω
Πόσες φορές  όμως νιώθω    σαν  ένα βραχονήσι μεσοπέλαγα
Χωρίς προορισμό
Σαν φαροφύλακας των αέρηδων κι αμύρωτος του φωτός
Όπως περιδιαβαίνω την Ουρανούπολη  του σύμπαντος  κόσμου
Δόξα σοι θάλασσα δόξα σοι
Που ευσχήμων στα κύματά σου ακόμα  πορεύομαι. 


Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012


ΟΤΑΝ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
Στο συγκρότημα ΜΑΤ ΣΕ 2 ΥΦΕΣΕΙΣ

Ποτήρι, τασάκι, σύνεργα καπνού στο τραπέζι του κήπου
– εφεδρείες στη θητεία του αειθαλούς λόγου –
κι ένα ηλεκτρικό τρυπάνι στην οικοδομή απέναντι, κομματιάζει
του ανέμου την υπεροψία, ενώ στις παύσεις του
ακούγεται ένα αραβικό τραγούδι από το παράπηγμα
στο τέρμα του αδιέξοδου καθώς, η άμμος από τη Σαχάρα
επικάθεται στις αλχημείες των δελτίων ειδήσεων.

Οι γνώριμοι του αοράτου, πηγαινοέρχονται από τις ραγισματιές των τοίχων
και τα παράθυρα, απρόσκλητοι κι επικριτικοί
– αποθανατίζονται σε λερές μισοσχισμένες
αφίσες για την εκμάθηση ξένων δρόμων και
καλούν τους περαστικούς, να συμπράξουν με προσφορές εισιτηρίων άνευ επιστροφής.
Στο εκμαγείο των ήχων περιπλανάται, προσπαθώντας
να εισέλθει από την κρυφή θήρα τους
ώστε ν’ αποδώσει στα ηχοχρώματα τις λέξεις κλειδιά,
που θα ενσαρκώσουν μια απόκρυφη πράξη
τού παρελθόντα χρόνου – σε απόδοση ίσως λανθάνουσα κι ερήμην του

– λουλουδάκι του γκρεμού το λέει κι όλο ρωτά
ο τελευταίος κρότος άραγε της μνήμης του,
σε ποια αταξία εποχής θα χωρέσει – ίσως σε καθρέφτη πένθους
μιας ακόμα ημέρας. Θεέ των άλικων ρόδων
κανείς δεν του αναγνωρίζει την ερημία μιας τάξης του βίου του έστω,
καθώς περνά ασθμαίνοντας ως φαίνεται
και τελευταίος το νήμα των προσδοκιών του .
Πόσο αναμένει την ελεύθερη πτώση του ίχνους του στην ανυπαρξία,
ώστε θύμηση να μη μείνει – αποπροσανατολίζοντας
τους άρπαγες χρόνους του και ακολουθώντας μόνο τις σκιές τους,
στα βάραθρα της μνήμης του φιλοπαίγμονος όλου.
Αίφνης η άχραντη προαίσθηση
κροταλίζει τα πρώτα πατήματα στον περίβολο
της ασημαντότητας – τα ύφαλα στο ταξίδι του βρήκαν βυθό με βράχια –
ενόσω ξετυλίγει αποστάσεις στη θέαση του ορίζοντα από μπετόν.

Αυτοδίδακτος στο σκοτάδι φυλλορροεί στην αυτάρκεια του εφήμερου και
ασυνάρτητος στον περιβάλλοντα χώρο του
ευδοκιμεί ως απόηχος, καθώς τον θηλάζει η μέρα, με τα απολεσθέντα και τα ληξιπρόθεσμα του χρόνου άχρονου.

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες