Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011


ABIΩTOΣ ΒΙΟΣ 

στον Άλκη και στην Εβίτα 

Αναχωρητήs από την έρπουσα συνθηκολόγηση και ανελέητοs ,περπατώνταs μερόνυχτα σε αφιλόξενη γη έκανα το βράχο λίκνο μου και αποκοιμήθηκα ωs κλειδοκράτοραs και αυτήκοοs τηs σιωπήs.Εκεί ξάφνου πέρασα το παραπέτασμα του χρόνου όταν έναs γέρονταs πελιδνόs πειρατήs μού χάρισε τα φοινικικά δακτυλίδια τηs λησμονιάs.
Τείχισε το δρόμο μου με κάστρα απόρθητα κι έκλεισε έξω την ανθρώπινη μορφή μου.Περιβεβλημένοs με σύννεφο αγαλλίασηs κι ανερμήνευτοs λάμνω σε σκιέs με αετόσωμα ξωτικά.
Δεν ήξερε όμωs άνθρωποs κανέναs ότι το μισό μου εαυτό είχα αποτυπώσει στην ατμόσφαιρα του δωματίου μου ανακαλύπτονταs κρυφίωs τουs ανεξίτηλουs ερειπιώνεs του αβίωτου βίου μου με τα ασυλλάβιστα εσώτερά μου.
Τώρα μπορώ να ριζώνομαι στο κύμα και σαν Οδυσσέαs και Προμηθέαs μαζί αυτοπροσδιορίζομαι σ'ένα άυλο σώμα ανασαίνονταs θάνατο δίχωs να πεθαίνω.
Τώρα σε νίκησα εαυτέ μου και συ υποκλίνεσαι εμπρόs μου ταπεινωμένοs με τα αειθαλή μονότονα τηs ερημίαs ταξίδια σου όπωs αφήνεσαι στη χλεύη του πλήθουs. 





Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

TO ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 2011

στο Μπάμπη και στη Φιφή

Διαλεκτική του κύματοs ή το κύμα τηs διαλεκτικήs και τα δύο πάσχουν από τη χρονικότητα τηs επανάληψηs,άρα η μη χρονικότητα τα προσπερνά αδιάφορα.Είμαι ένα δοκίμι του Λόγου που εκτίθεται κι εσείs βρε άσπονδοι φίλοι μου με είδατε ωs οκρίβαντα και όχι έστω σαν παιδί που ζωγραφίζει ενδεχομένως το λόγο με καρικατούρεs και άρα προσπαθεί ν'αποτυπώσει κάτι με το πρωτόλειο τηs σκέψηs και  δείτε με επιείκεια,απλά η σιωπή σαs δημιουργεί ερωτήματα.Αγαπημένοι μου φίλοι κάποια μέρα μετά από μία σφοδρή καταιγίδα και χιονόπτωση βγήκαν οι αλατιέρεs του δήμου στουs δρόμουs ώστε να διευκολύνουν τουs οδηγούs και τουs πολίτεs στην κυκλοφορία τουs στην πόλη.Μία γυναίκα ασυναίσθητα πήρε την αλατιέρα από το τραπέζι τηs κουζίναs τηs και βγήκε έξω να συνδράμει στο έργο των υπαλλήλων του δήμου ρίχνονταs αλάτι στο πεζοδρόμιο του σπιτιού τηs.Διαλεκτική τηs υπέρβασηs στη φαινομενικότητα λέω εγώ εσείs φίλοι μου τι λέτε.Από μικρό παιδί έβλεπα τιs λέξειs ωσάν πολύπλευρα αντικείμενα με χιλιάδεs παραμέτρουs και κώδικεs που ήθελα να κατακτήσω,από αυτή μου την προσπάθεια έγραψα το ΛΑΛΟΝ ΦΩΣ και τον ΑΝΤΙΛΟΓΟ. Η ανάβαση στην κορυφή του βουνού έχει πολλά μονοπάτια,καθέναs με το αλφαβητάρι τηs συνειδητότηταs του.Ευχαριστώ τουs αρωγούs αυτήs μου τηs προσπάθειαs με το ΛΟΓΟ.

Χρόνια πολλά σε όλουs σαs
και σαs ευχαριστώ για τη συνδρομή σαs στο ταξίδι μου αυτό με τιs λέξειs και τη σύνθεσή τουs.


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011
ΠΟΙΟΣ ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ 

μουσική Δημήτρηs Bαρελόπουλοs
ερμηνεία ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

Ποιόs εαυτόs μου χρόνια μ'οδηγεί
κι αντίθετα στο ρεύμα με πηγαίνει
με νεύμα στην καρδιά ή προσταγή
με πλάθει σαν παιδί και με μαθαίνει
Το χρέοs κάποιαs άλληs μου ζωήs
εγώ από την κούνια μου πληρώνω
τη νιώθω με τα λόγια τηs βροχήs
σαν θύελλα στο σώμα μου σηκώνω
Ποιοs εαυτόs μου μάκραινε στο φωs
και πίστεψε στα λόγια αυτού του κόσμου
τουs φίλουs που δεν έβλεπε κι αλλιώs
και ζούσε στουs απόηχουs του δρόμου
Το χρέοs κάποιαs άλληs μου ζωήs......

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

 Ο ΝΟΣΤΟΣ


              στον Γιώργο Καζαντζή 

Έφερε το Βόσπορο στην Τρίπολη,
έλαμψε η αλισάχνη στα μπαλκόνια,
οι κρυφέs μεταμέλειεs 
όπωs ακροβολίζεται η σελήνη 
στα υψίπεδα των λογισμών μαs 
απέκτησαν όνομα 
και ακατάλυτη η δίψα στο δρόμο των βράχων 
τιs απροσδόκητεs λεηλασίεs τηs μέραs 
αιχμαλώτιζε στουs αγκαθώνεs
των αποστάσεων και του στρατώνα.
Στην αντίπερα όχθη δάκρυζε ο νόστοs,
μήτε που μπόρεσα ποτέ ν'απαντήσω 
στα ερωτήματα τηs ψυχήs μου
καθώs ήμουν εκεί αρμενίζονταs 
με το αναπάντεχο τηs συνύπαρξηs 
στα εκδοτήρια του ονείρου.
Στα δελτία των ανέμων 
ακόμα υπάρχουμε 
με τουs χειμωνανθούs των αναμνήσεων μαs.
Eυλαβούμαι το χρόνο

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011
Αρπαχτικο μου όνειρο

Στην Δήμητρα Παπίου
Αρπαχτικό μου όνειρο
γίνε αηδονάκι
δεν είμαι εγώ για τιs κορφέs
ρίζωσα μεs τιs παρυφέs
τα χωρικά μου ύδατα
μέσα σε λιμανάκι
Αρπαχτικό μου όνειρο
μπάζα οι θησαυροί σου
μη μου στερείs την όαση
με αετού επώαση
επλήρωσά σου με σκλαβιά
την κάλπικη τιμή σου.

Σύνθεση του Κώστα Παρίση μέλοs του συγκροτήματοs ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011


ΠΟΡΕΥΟΜΑΙ

στην Γεωργία Βεληβασάκη

Ένα πουλί πέφτει
στον καθρέφτη και ραγίζει
τα κάλπικα κοιτάγματα τηs μέραs,
σωρεύονταs τα ορφανά μηνύματα
στο πάτωμα με τουs κωδικούs των ενστίκτων.
Μερόνυχτα αλλοπαρμένα
σε κιγκλιδώματα ήχων συνωστίζονται
καθώs συντάσσουν ερωτήματα στα ρείθρα
με τα τσαλακωμένα φύλλα των εφημερίδων.
Άχαρτογράφητοι βίοι συνδράμουν
με βεγγαλικά πλανέματα το επερχόμενο.
Άραγε που θα είσαι
όταν το χθέs ωριμάσει αδίστακτα.
Μη με κοιτάs λοιπόν ξέρειs,
ότι ενηλικιώθηκα
και διαβάζω το φως πίσω από τα τείχη
του αδιανόητου όπωs πορεύομαι.
Στην τειχομαχία τηs συνείδησηs μου
ο εχθρόs μου ήταν ο εαυτόs μου.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΕΙΠΑ

Μαθητεία των δρόμων είπα.
Με θαλασσόλογα,
θραύονταs με ανοίκειο
είναι όπωs σε ακολουθεί
με τιs παρηχήσειs του ήλιου
σε'κείνη τη μικρή αυλή
με τιs λειχήνεs στα ίχνη των βημάτων.
Βακχικά μερόνυχτα
σε λαλούσα σιωπή ψηλαφώνταs,
αναπλάθουν το πληκτικό αύριο
στα λατομεία του χρόνου.
Ασθμαίνονταs την άπλαστη απομόνωση ,
η κωμωδία του κόσμου θυμιατίζει
φυσώνταs κρίματα
όπωs τρίζουν οι επάλξειs των συνειρμών.
Ναυτίλοs εαυτόs
καθώs τρικυμίζει σε απόρθητεs ακτέs
και τον περιγελά ο μονήρηs απολογισμόs
στην εσχατιά των μονολόγων τηs ψυχήs
με το τραγούδισμα των αέριδων
σε παύσειs ανάκουστεs
που κανέναs δεν μπορεί να λεηλατήσει
με'κείνο που βιώνει ο αβίωτοs βίοs ,
ο ισοβίτηs κι'ανένταχτοs.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
         
          Ο ΘΕΟΣ Ο ΑΘΕΟΣ
Στη γενετήσια αφετηρία
ενυπάρχει το οδύνημα τηs πνοήs.
Σε εκμαγείο στοχασμού
σείεται ο θεόs ο άθεοs ο ανενυπνίαστοs
με τουs πυρανθείs δρόμουs.
Αμφίβραχυs ο χρόνοs
καθώs συντελούνται ετούτα
στη μηδενικότητα τηs αντίληψηs.
Μιλάs στη θάλασσα
και σου απαντούν οι πνιγμένοι.
Αύτανδρο σώμα η άμμοs
σε εσωκλείει εντόs τηs
κιεσύ ακόμα αγναντεύειs
τα καράβια των ονείρων σου.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011
ΦΩΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ β

Άσπονδη καρδιά στη Βαβυλώνα
σε παρφούμαρα με θαμώνεs όλου του χειμώνα
χνώτα φούμαρα
Βρήκα γλάρουs γύρω
στο λειμώνα να λικνίζονται
είδαν δάκρυα μεs στο στρατώνα
και βυθίζονται
Με μια χλαίνη στην ανεμοδούρα τουs απόθησαν
κι απτούs φράχτεs σαρκοβόρα μούρα
πόσο πόθησαν
Στύβω καταιγίδεs με μανία στην πορεία μου
δίνω πετιμέζι κι αύπνία στην αργία μου
Κράδαιναν ο Ντόριαν κι  Γκρέυ
μια απόταξη λύτρωναν οι ενοχέs
τα χρέη στην απόσταξη
Άνοιξε η πύλη στα Χαυτεία για Ομόνοια
σμίλεψα καρδιά στα λατομεία εναγώνια
Φόνισσά μου
προσμονή το κύμα πετροβόλησεs
βούλιαξε στη λασπουριά
το βήμα και μ'απόλυσεs
Μάζεψα τραγουδιστά λογάκια
όσα έτυχαν βγάλανε μαχαίρια
τα στιχάκια και με πέτυχαν
Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011


ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑ

          Μη περιμένετε
          οι βάρβαροι ήταν πάντα εδώ.
Τη χώρα μου έκαναν σατραπεία
κιολημερίs νομοθετούνε.
Έχουν στήσει δεσμωτήρια
σε δρόμουs και πλατείεs.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι κάποια λύση
και με ευφράδειεs και δημηγορίεs
ωσάν πραίτορεs ασκούν την κίβδηλη εξουσία τουs.
Ο πηγαιμόs μου για την Ιθάκη
ξέρω οτι είναι ο αγώναs
ενάντια στα βρόμικα σχεδιά τουs.


Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011


ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ.


Μυθόβια διψαλέα ψυχή
βλέπειs τιs παρυφέs τ'ουρανού
και τιs ονοματίζειs οικόπεδα ανθοφορίαs
τηs αποθεωσήs σου δίχωs τη βαρύτητα
του πρόχειρου στο βίο σου,
όπωs προσπερνάs
τιs επαναλήψειs τηs ημέραs
με το αντικλείδι τηs σκιάs.
Φρικιαστήριο ο καθρέπτηs
στο δωμάτιο όταν γίνεται η φενάκη
και τα ειωθότα στη δυναστεία τηs αφαίρεσηs.
Συνυπάρχειs με το οιδιπόδειο του κύματοs
με την ακτή καθώs σωρεύει
άμμο πέτρεs και φύκια
στο ησυχαστήριο σου ερήμην σου.
Καράβια τρένα λεωφορεία
περνούν μέσα σου
κιεγώ χτισμένοs μαζί σου
τεκμαίρομαι με το τίποτα,
άρα υπάρχω..
Ένα τέθριππο τηs ενόρασήs μου
με φυγαδεύει από το παρόν
σπάζονταs το υαλοσκεπέs τηs φυλακήs μου.



Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011



TO ΔΕΝΤΡΟ

   ..ο δρόμοs από συντέλεια με χαλίκια και κατολισθήσειs,
διασταυρώνεται με το μονοπάτι προs το έρημο δέντρο.
Ανεξίκακοs άνεμοs συνδράμει τιs φράσειs ερείπια,
την άπληστη αριθμητική τηs σκέψηs.
Αναθυμήθηκα τιs πρώτεs λέξειs
τηs επίγνωσηs στ'απόρθητα δωμάτια τηs.
Ολάνοιχτη πράξη θεόληπτοs ο συνειρμόs
στο εκείθεν τηs καθώs την ακολουθώ αλυσοδεμένοs μαζί τηs.
Aσπάζομαι την αποθέωσή τηs με το χωματένιο μου ανάστημα,
έρμεοs και άθροισμα στων αέρηδων τη σκόνη.
Η αλχημεία τηs με την αδέκαστη σκιά μου
ωs κοινοτοπία τηs επανάληψηs,
κατεδαφίζει τ'ακούσματα από τα
δρασκελίσματα τηs επιφάνειαs τη φωτοσκίαση,
ωσάν να με ακολουθεί το τοπίο
ενώ το οδοιπορικό μου
σώψυχα αμετακίνητο σένα φάλτσο ενσταντανέ
στρεβλήs διαίσθησηs ριζώθηκε
στοχάζονταs ανεμοθύελλεs κι ερημοσύνη
στην αιρετική φαινομενικότητα.
Υλιστήs και ληστήs είμαι
μαζί εναλλασσόμενοs στην οθόνη τηs ψυχήs μου
κατά το δοκούν τηs θνησιμαίαs ανεπάρκειάs μου,
καθώs με φορούν οι έλικεs εξαρτήσειs μου
όπωs αγναντεύουν τιs νικηφόρεs απουσίεs μου
σε ρόλουs ναυάγια,με το δανεικό πρόσωπο
που οι καιροί μου φόρτωσαν
μέσα στα διαφυγόντα υπόλοιπά τουs.
Στοιχίζομαι στη πλάτη του χρόνου
ωs αδιαφανή συμπόρευση στο επέκεινα μαζί του.
Ξοδεμένα χρόνια οι μάρτυρέs μου
στην επικείμενη δίκη του τέλουs.
Στην τέφρα των λέξεων
η ετυμηγορία του βίου μου.
Φωs εκ φωτόs ζητώ
κιένα πωs να περάσω απέναντι
τηs μέραs με το νόμισμα τηs νομοτέλειαs
του απειροελάχιστου τηs υπαρξήs μου.
Ταξίδι απλήρωτο με πληρωμένο τέλοs,
χαραγμένο στο βράχο του ανέμου τόνομά μου
ωσάν παρακαταθήκη αδιεξόδου
στο πέρασμα των πουλιών και στο φτερούγισμά τουs.
To δέντρο είμαι εγώ
στην κορυφή του βουνού,
ανεμοδούρα στο ταξίδι του σύννεφου καιτηs αστραπήs.
Αυτοαναιρούμαι στη φωτεινότητα του όλου
και στιs φωνασκίεs ενόs υπεράριθμου πλήθουs όπου ανήκω.





Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011


Ζήτησα ένα πέλαγο
μου έδωσες ένα ποτήρι νερό
και σε ευχαρίστησα γι αυτό
και μετά είπα απο μέσα μου
έπρεπε και συ να με δεις
σαν κατάδικο
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011
...Με κούρασε ο εαυτός μου
με κούρασαν και οι ποιητές
όπως χρησιμοποιούν τους μονόλογους
και το μολύβι ωσάν
αντισηπτικά της υστεροφημίας....
...Λουλουδάκι του γκρεμού
σε λέω κιόλο ρωτώ
που σ αγαπώ
που σ αγαπώ αν φταίω...

(στίχος σε μουσική του Αλέξανδρου Καψοκαβάδη
μέλος του συγκροτήματος Ματ σε 2 Υφέσεις)
...Μου ζήτησες τσιγάρο
σου έδωσα
όπως και όνομα
σε είπα έρωτα
δεν ήθελα να ακούσω
το βλέμμα μου
που κραύγαζε θάνατος...
....Το μόνο πράγμα που κουβαλά
η ζωή μέχρι το τέλος της
είναι η σύμβαση του τέλους...
εσύ Χρήστο, Νίκο, Άννα, Θωμά
Δήμητρα, Κώστα ζείς ή πέθανες?
Δεν μας είπες....
Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011
Λάλον φως

*Το κείμενο διαβάζεται κι'αντίστροφα δηλαδή από το τέλοs προs την αρχή,αλλά και αποσπασματικά .Το επιμύθιο ή το επίμετρό του - αλήθεια ή ψέμα - κρύβεται βαθιά μέσα σου.Αν το αντέχειs δεν έχειs παρά να αποδομήσειs τον εαυτό σου ή να τον αποσυναρμολογήσειs ή να του αλλάξειs ρότα στο τρόπο τηs ανάγνωσηs .Στο περιθώριο τηs σελίδαs επίσηs ή στο ίδιο το ερώτημα που εσύ θέτειs θα βρειs τιs απαντήσειs.Ακόμα κιαν διακόψειs την ανάγνωση θα επιμένει να υπάρχει ασυνείδητα σε όλεs τιs εκφάνσειs τηs καθημερινότητάs σου και θα αντικατοπτρίζεται στα μάτια του περίγυρού σου.

Πόσες φορές η τόση αμάρτυρη αχρειότητα που μ’ εμπλέκει εν αγνοία μου σε μια στιλπνότητα αφής περιαιρετή, όπου ο λόγος σου Λόγε επιστρέφεται στον αποδέκτη του αναπόδεκτος, με συνταράσσει, τόσο ώστε σμίγω με το απαθές και εξοβελίζομαι στο εκείθεν ενώ το σώμα μου  με διακατέχει απρόθυμο σαν καπνοδόχος αμαυρώνει το φως.
Όλβια εντροπία άρρητη γεννάς οι μνήμες μου με γονιμεύουν σε περιοδική σύλληψη όπως συντάσσεις εικόνα. Και πόσες φορές απλώνεις το νόημα απελπισμένα έξω από την ζωή σε τετράκις διάσταση θεωρία.
Ωσάν σκαλιέρα που ξεδιπλώνεται έως το παραπέτασμα του ατέρμονος. Σαν σε αντίστροφη σταθερά το επιτείνεις με την ανέχεια του άπραγου. Όπως τώρα που ψηλαφείς μέσα σε ρήγματα διαλογισμού, ταξιδευτές του φωτός σε διαθλάσεων ίσως ζωές αποσχισμένες.
Αφήνομαι να εμπλακώ μαζί σου σε θεία οδύσσεια, στο κώμο σου με ατρύγητο κρασί μεθάω, σε μια σύλληψη επέκτασης του νοηματισμένου υπαρκτού, ψάχνοντας σε σκοτάδια αντίμαχο ιδεατό ον, ανερμάτιστος σαν αγρίμι σε κλωβό που ψάχνει σε μια διαίσθηση αντίδρασης την πτώση ώστε να αποδράσει.

Αντίλαλος  α

Δεν είναι η αθέατη όψη καθώς την σμιλεύει όπως σπαράζει φωνή ώστε να την διαποτίσει. Του πεπερασμένου το άγγιγμά της επίγνωσης είναι που τον οδηγεί στο ανοίκειο. Και πλήθυνε στη γλώσσα του τ΄ ανέκφραστο με πλεούμενα ερωτήματα στις φλέβες του που ζητάνε όνομα και σχήμα.
Πάλλουν να εξέλθουν στο αυτονόητο και να περιδινήσουν το αμετάβατο όπως αυτό καταρρεύσει.
Εκτρέπεται με πλήρη αναίρεση, σαν σκέψη απόλυτη που στροβιλίζεται ώστε να συμβάλλει στο ωκεάνιο ορατό.
Παραβάτης του όλου επιβιβάζεται στο απόλυτο μηδέν, ψάχνοντας έστω ένα βήμα του ανεξερεύνητου, ανεξήγητου, σε αθώρητους ορίζοντες να αναβαπτιστεί και που τόσο επιθυμεί να εποικίσει, με το ειρήνεμα του πετάγματος.

Να πλεύσει θέλει στην αντανακλαστική διεργασία του είναι του, να επεκτείνεται ως το αντιείναι αλώβητος, κι οι αστραπές να τον αποπλανούν και να τον περιμαζεύουν με τους πρωτόλειους κρότους της γένεσης.
Μήτε ποτέ να τον τρομάζει το ασύλληπτο και να συλλογίζεται ως εκεί που κείται η επικράτεια της αδόμητης ετερότητας του, όπου θα μαθητεύσει ως ότου την διαβεί, της παρουσίας περιώνυμος.

     * ΒΟΗΘΗΜΑ : Ήθελε να μάθει να περπατά στον ουρανό ο μικρόs Μαρίνοs και σκαρφάλωνε στα δέντρα . Έτρεχε με το ποδήλατό του προσπαθώνταs ν'ανέβει στο φεγγάρι και στ' όνειρό του. Χαμογελούσε στα πουλιά με ολοφώτιστη ματιά. Ο ΛΟΓΟΣ είναι υπερκείμενοs στο ΟΛΟΝ. Τα χρώματα ,τα λουλούδια ,τα βουνά ,η θάλασσα ,ο άνεμοs και η σιωπή έχουν φωνή.
   
Αντίλαλος  β

Μια τεθλασμένη νοητογραμμή τον παρασύρει στη σχάση της αντίληψης που εκεί βρήκε τις υπώρειες ανέντακτες δέσμες επινόησης που σηματοδοτούν τα υποκείμενα ερήμην όλων, σε ανάγλυφες εκφάνσεις ρέουσες.
Σε ανθοπέταλα ανέμου σκορπά και συλλαμβάνεται συγχρόνως. Όλα τα συνοψίζει σε έξεις καλειδοσκοπικές με θροΐζοντες ιριδισμούς ορατούς και αοράτους αναλόγως του ύψους της φωτοακρόασης και του δομικού δυναμισμού της αναστολής τού είναι του με τη ροή του μέσα στο ολοείναι.

Να μάθει θέλει τα αίτια που τον συνέταξαν να επαληθεύεται σε αμάλγαμα συνόλων σε υπερβατικούς δρόμους που δύναται αυτάρκης ως εικόνα μίξης να περιπλανάται, και να τίκτει υδρόφιλος.

    *ΒΟΗΘΗΜΑ :Ο Αβορίγιναs σ΄ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι στο δάσοs του,ανακάλυψε την Ευρώπη και την Αμερική. Έναs χρυσοθήραs οραματίζεται την παγκόσμια ειρήνη. Έναs σβώλοs από χώμα μπλόκαρε το on off τηs Πομπηίαs.

Αντίλαλος  γ

Ζητά να κάνει σώμα του περίβλεπτο του άναρθρου και ωσάν ξενιστής να το επικαρπίσει.
Και να μες στη σιγαλιά της νηνεμίας  του καρφώνει το λευκό δρόμο ανήμερα της εξόδους του και σμίγει δεσμό επί ψυχής, φωνή διαφυγής τον κατοχυρώνει ο δεσμοφύλακας του συντακτικού χώρου όσο νογάται να διαπεράσει τ΄ απόρθητα τείχη του νυχθημερόν.
Η αναρρίχηση στο απόλυτο κάθετο νόημα με παραμέτρους  σ΄ εναλλασσόμενους πυρήνες, τον έχει κατακλύσει. Όπως οι δοξασίες του αιώνιου τον τριβελίζουν, καθώς τέρπει με ενστάσεις υπερκείμενες και απρόσωπες, να επιμεριστεί την διακινούμενη κορυφή των πραγμάτων που αμέτοχη τον προσκαλεί να τον φιλέψει ουρανό. Πότε όμως θα φθάσει δεν ξέρει. «Γείρε στο φως του να βρει  ησυχασμό, το ανθρώπινο τον συγκροτεί προσωρινά.»
Μια παλλακίδα συνιστώσα του έλλογου όντος κι ένας ποιητάρης στο μεταίχμιο του ανέστιος αποφαίνονται με αντέγγραφα εξισώσεων του έσχατου ανέφικτου, όμως επιστρατεύεται ανεκπλήρωτος. Η φαντασία μοιράζει τεκμαρτά στους γαλαξίες δίχως να μπορεί να τους υπερβεί, ο λόγος ταξιδεύει.
Η παροντότητα του εκμηδενίζεται εσαεί και αναπλάθεται σε διελκυστίνδα προσομοίωσης ή αφομοίωσης και οι συνταξιδιώτες πράττουν συμβάσεις με είδωλα όπως και με τ΄ ασύνθετα συν αυτά του, όπως αντίμαχος στο απρόοπτο που τον συντάσσει με το ενεργό αιτιατό του και από λογάριθμο ετεροπροσδιορισμένο αναδύεται. Σε αποθηκευμένα επίμετρα σοφίας διεγείρεται με επί χρόνου έμφυτης προσφοράς απαρτίζεται.
Ματώνω τα δάχτυλα να τον ανασύρω. Ενοράσσομαι μαζί του σε προμηνύματα από την αντίπερα όχθη της επενέργειας του, άπραγος.
Σε κινούμενης άμμου τα πέλματα καταποντίζομαι.
Απέρχεται η ευσπλαχνία του με οργή θητείας του ασύνθετου νοητού και τον τεμαχίζουν ερήμην του σε αυτεξούσιες πορείες πραγμάτωσης σ΄ ένα αφηρημένο κι αδηφάγο γίγνεσθαι. Παίρνοντας θέση αυτοεξεταστή επηρεάζει το δέον υποδόρια, ανατρέποντας το, κάποτε.
Προσδοκία θαρρείς επαμφοτερίζουσα με συντάσσει μαζί του και τον ακολουθώ.
Του αιθεροβάμονα το άφατο μέτρο  με τέρπει που στην ακριτομυθία του αυτοαναιρείται.
Ή μήπως πάλι τον εσωφορεί το κενό ιχνηλατώντας εσώτερα ανοδικά ρεύματα φωτός επικαλλώντας τα.

    *ΒΟΗΘΗΜΑ :Ένα θραύσμα πυριτίου αναστατώνει τιs χρηματαγορέs όλου του πλανήτη. Το ντέμπα των αβορίγινων είναι το μάννα εξ ουρανού. Οι εθνικοί ύμνοι των χωρών τηs γηs είναι τα παιδικά τραγουδάκια του σύμπαντοs.
 
Αντίλαλος  δ

Σε ηλεκτρικές θάλασσες καλωδίων μεταβαίνει.
Και να! συνομιλεί με το εκείθεν του παραπετάσματος της λάμψης του ασύνδετος που φωτίζει πρόσκαιρα το απόλυτο απότακτο όσο παρεισδύει.  Παίρνει το προάγγελμα στο ταξίδι της επιστροφής, στη μήτρα του φωτός του έγκλειστου του μη υπάρχοντος εδώ στο επιθώριο βίου προαναγγέλλεται το περιαυγές επιμύθιον του, ενσταλάζει σιγά σιγά το άτυπο έλλειμμα του παίρνει γκασμά και σωριάζει τον αέρα που τον χλευάζει. Κοιτάζει την νοητή γραμμή του κόσμου μέσα σ΄ένα καθρέφτη επιμερίζοντας το αδηφάγο του που κατατρώει τα πάντα γύρω του κι αναπαράγει κινήσεις επικαθορισμένες αλλά συμπαντικές και τον απεργάζεται εποφθαλμιώντας τον δυνητικά. Ένας αλγόριθμος του συνειδητού η περιεκτικότητα του ωσάν εκκρεμές και λαιμητόμος επεκτείνεται στο ασυνείδητο που δεν συμμερίζεται το περίακτο της προαντίληψης του. Στο αδιανόητο της περιρρέουσας απούσας αντιύλης του επιζητά, φως. Ψάχνει ένα ανθιβόλι κλάσματος αναγωγής στο αυθύπαρκτο ασυνεχές που τον αναπαράγει σφυροκοπώντας έννοιες με αόρατους οιστρηλάτες ονομαστές με άγνωστο σώμα συνεαυτού ως παρονομαστή  και εν κινήσει συνυπάρχει.
Κλυδωνίζεται χωρίς αισθήσεις, αποστερημένος αλλά σε ομόκεντρο μετέωρο στόχο θησαυρισμένος, απομυζά τις διαλέιψεις της επίγνωσης  και σπαρταρά υποδονούμενος με της αδράνειας την εμφάνεια, εμμένοντας σε μια άλλη ερμηνευτική διάνοιξη, μεγεθύνοντας το σκότος με την αντίστιξη της προοπτικής.
Στο ενορατικό ενστικτώδες πεδίο σαν υπεροργάνου συναρμογής στο πρακτέο, διαθλάται με την συνειρμική εκφορά του.

   *ΒΟΗΘΗΜΑ :  Ο ΖΑΚ ΝΤΕΡΙΝΤΑ ζει αυτόs μαs οδηγεί και μαs αποδομεί και ο ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΙΝΤΕΓΓΕΡ σκάει στα γέλια. Οι ινδιάνοι είναι οι οσιομάρτυρεs τηs καθολικήs εκκλησίαs. Αν ενώσειs με μία νοητή γραμμή όλεs τιs διαδρομέs τηs ημέραs σου θα σου γράψουν αραβικά , σκέψου...
Αντίλαλος  ε

Αιώνες αναμένονται ακόμη ώστε τα σήματα της ενόρασης ν΄ αμβλύνουν το λόγο και ο χείμαρρος του αόριστου χρόνου να λειάνει τις βατές όχθες της προσπέλασης του και η γλώσσα της επαφής να ρέει από τους παλμούς του βλέμματος  με τις μυριάδες φωτοεκφορτώσεις  αμφίδρομης διέλευσης. Και θα φαίνονται τόσο πενιχρά τα αλφάβητα της επικοινωνίας σαν μια διάβαση λίθινης εποχής που διάνοιγε εκκολάπτοντας το πνεύμα μέσα από δυσθεώρητα βάθη γραφής και με υπόλογο τριβέλι να εισάγει σε αντίστροφη διάνοιξη το επερχόμενο. Αποπειράται με προ-καταλήψεις το μελλούμενο με προσεδαφίσεις σε προεδαφική μεταβλητή, εισδύοντας σε άλλες επισταθμίες χωροχρονικές με τους συντελεστές προωθητήρες του με των μελημάτων της σύνταξης. Απαρτίζεται στο συμβαίνον με αντίμετρα στο έλλογο του ανθρωπίνως κατακτημένου κι ευμετάβλητου. Στο ενεργούμενο υποστέλλεται με αντιστρεπτό ενέργημα της πραγμάτωσης και έλκεται από την απόλυτη ελευθερία της μη επαλήθευσης του σένα χωροχρονικό συρμό αυτοκίνησης ατελεύτητης τελικότητας. Η πεμπτουσία του διαθλάται και ανασχηματίζεται σε προεκτάσεις αναδρομικές και υπό σύσταση στο υποσυνείδητο  και σε πύλες εισόδου συντεχνιακών συνόλων απείρων αισθητήρων.

    *ΒΟΗΘΗΜΑ : Ο χριστιανόs καθρεφτίζει το Θεό του, ο μουσουλμάνοs σπάει τον καθρέφτη. Ο ΔΙΑΣ Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝ και ο ΑΡΗΣ άλλαξαν ονόματα σε ΒΡΑΧΜΑ, ΚΡΙΣΝΑ,και ΣΙΒΑ. Oι ΒΑΛΚΥΡΙΕΣ σκότωσαν τουs τριακόσιουs του Λεωνίδα. Ο γράφων είναι έναs αιθεροβάμων. 










  
.....μη μου αναστενάζεις.......
....μοναξιά στάζεις....
και θα μου κρυώσεις!!
Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011
Θερμά ευχαριστούμε τον Βασίλη Γόνη για το
φωτογραφικό υλικό που μας παραχώρησε!!
Τρίτη 2 Αυγούστου 2011


Τ΄ όνειρο

Ήμουνα στη Πλατεία Συντάγματος σε εθνική επέτειο κι όλοι οι επίσημοι ήταν εκεί όπου σε λίγο θα ξεκινούσε η κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τότε ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε και άρχισε να φυσά ένας δαιμονισμένος άνεμος και να παρασύρει τα πάντα γύρω μας.
            Ξερίζωνε ακόμα και δέντρα κι ο κόσμος προσπαθούσε να προφυλαχτεί σκύβοντας το κεφάλι του από τα διάφορα αντικείμενα που σήκωνε ο άνεμος και τα εκσφενδόνιζε οπουδήποτε.
            Εκείνες τις στιγμές ακούστηκε ένας υπόκωφος κρότος λες και η γη θ΄ άνοιγε  ένα ρήγμα κάτω από τα πόδια μας. Όλοι τρομοκρατηθήκαμε. Ο πανικός αυξήθηκε όταν τα μάρμαρα στο μνημείο έσπαγαν  λες και από χέρι αόρατου χειρωνάκτου.
Όταν όλα σταμάτησαν απότομα τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν στον ανάγλυφο άγνωστο στρατιώτη που άρχισε να ταλαντεύεται και να κάνει προσπάθειες να εξέλθει από τον αιώνιο ύπνο του. Σιγά σιγά σηκώθηκε μαρμάρινος όπως είναι και με αργές κινήσεις εξήλθε από τον τοίχο, με βήματα σταθερά, στάθηκε μπροστά τους  σε απόσταση μερικών μέτρων.
Όλοι τους πάγωσαν και ήτανε ανίκανοι να κάνουν την παραμικρή κίνηση από τον φόβο τους και φυσικά από την ανθρώπινη περιέργεια μ΄ αυτό το εξωπραγματικό γεγονός. Εκείνος τους κοίταξε μ΄ ένα ψυχρό βλέμμα αλλά και με περισσή αηδία κι άρχισε σιγά σιγά ν΄ απομακρύνεται ανεβαίνοντας τα σκαλιά από την αριστερή πλευρά του μνημείου και να χάνεται στο προαύλιο της Βουλής…..
Ξύπνησα κάθιδρος, σηκώθηκα από το κρεβάτι  μου ντύθηκα πρόχειρα, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου και βγήκα στο δρόμο αρκετά σκεπτικός και ταραγμένος.
Στη πρώτη γωνία του δρόμου που βρέθηκα κάτω από το σπίτι μου και με τους κάδους των απορριμμάτων είδα ένα γέροντα να ψάχνει τα σκουπίδια και όπως περνούσα μου έριξε μια ματιά γεμάτη πόνο, απελπισία και παράπονο. Τον προσπέρασα βιαστικά κι όπως απομακρυνόμουν άκουσα ένα βαρύ αναστεναγμό να βγαίνει από τα στήθια του.
Ντράπηκα, πολύ ντράπηκα. 




Σάββατο 16 Ιουλίου 2011
  

   
Σε τι διαφέρει η πραγματική φυλακή
απο τη φυλακή έξω?

                  Στα τετραγωνικά....
Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011
Φως Αντίγραφο



Σμύρνα ζύμωσα χρυσό και κρίνα
για μία χίμαιρα.
Μίσθωσα τους δρόμους με το μήνα
στα εφήμερα

Βρίσκω φίλους στη γιορτή του άδη
ν΄ αφιονίζονται
και είναι πάνω τους καρφί το χάδι
και χαρίζονται
Έπλυνα της ήβης την πορφύρα
στην παλίρροια
πάλεψα για την πνοή που πήρα
με μυστήρια

Μέρισμα  θα προσδοκώ μιας τύχης
σε απέλαση.
Δίκοπος της λησμονιάς ο πήχης
για προσπέλαση

Πλεύρισαν των γυρισμών τα πλοία
στο μπαλκόνι μου
σαν ιπτάμενο χαλί η Ντία  (*Ντία νησί του Δία στο Ηράκλειο Κρήτης)
στο σεντόνι μου

Μ΄ ‘έκοψε στην άμμο το κρινάκι
και ημέρεψε
ήπιε απ΄ το σώμα μου σαράκι
και με στέρεψε

Στων ανέμων είδα τα παλάτια
φως αντίγραφο
μου ΄διναν τους πόθους με τα μάτια
τελεσίγραφο

Νύχτα άμυαλη με το τσακμάκι
σε πυρπόλησα
νόστος μ΄ έπιασε στην Κατεχάκη
κι αυτομόλησα.

Αυτά τα στιχάκια τα έχει μελοποιήσει ο Δημήτρης Βαρελόπουλος μέλος του συγκροτήματος  Ματ σε 2 Υφέσεις.



«Του τρελού το βήμα»

 

Ό,τι τ’ όνειρο μου έδωσε ήταν του τρελού το βήμα
και οι μάχες με τον έρωτα γράφουν χρέη με το μήνα
όσες νύχτες με συνάντησες κάθε δάκρυ μου τις πίνει
και σε κάθε μου ξημέρωμα μια πλημμύρα έχει μείνει

Η ανάμνηση που άφησες χρωματίζει το σκοτάδι
και τα βέλη σου τα πύρινα μ’ έχουν βάλει για σημάδι
ποιο λιμάνι σε φυλάκισε ποια σκιά σε παραδέρνει
το παράλογο σε άρπαξε σε μακραίνει και σε φέρνει

Μου λες να ζω ξανά στα ψεύτικα
να τριγυρνώ μονάχος χωρίς εσένα
στης απουσίας σου τον πανικό
ν’ αποζητώ τα λίγα και τα χαμένα

Καθρεφτίζει μες’ το βλέμμα σου η σιωπή το μαύρο ρόδο
κι όλο κρύβεις μες τις σκέψεις σου της φυγής το κατευόδιο
στόμα εύφλεκτο μου χάρισες κι όλο πέφτω στην πυρά σου
σ’ ένα δρόμο πιο αδιάβατο που ζητά το πέρασμά σου

Ό,τι τ’ όνειρο μου έδωσε ήταν του τρελού το βήμα
και οι μάχες με τον έρωτα γράφουν χρέη με το μήνα
όσες νύχτες με συνάντησες κάθε δάκρυ μου τις πίνει
και σε κάθε μου ξημέρωμα μια πλημμύρα έχει μείνει

Κι εσύ σαν ένα με το όνειρο
στων αστεριών κι απόψε πεζοπόρος
να σ’ ανασαίνω σ’ ένα γυρισμό
του λυτρωμού να γίνεις σημαιοφόρος

Αυτά τα στιχάκια τα έχει μελοποιήσει ο θωμάς Σιώμος.


Πρώτη αμαρτία

Αποζητώ το θρόισμα
της πρώτης μου αμαρτίας
καιρό με ανθοφόριζε
και μ΄έκανε θεό
κι όσο τρυγούσα νόημα
με χνώτα της απληστίας
στητό το σώμα τσάκιζα
με θραύσμα νοητό.

Το συναντώ το άυλο
το  σώμα της αυταπάτης
πολλές φορές με ζόρισε
σε άφωτες στιγμές
με της ψυχής το έλλειμμα
θα γίνω μεταπράτης
σ΄αυτό που με απόρησε
σε γκρίζες εκδρομές.

Να ξεπουλώ στα σύννεφα
τους όρκους τους λογοκόπους
τα κέρδη μου τ΄απόκοσμα
να σπέρνω στις ρωγμές
με της καρδιάς τα σύνεργα
να στέκω στους ανθρώπους
μ΄αισθήματα αξόδευτα
σ΄ανύποπτες στιγμές

Αλή

Όλη η ζωή του μικρή σαν άδεια πόλη
φίλοι του οι άνεμοι τον έλεγαν Μανώλη
έπλαθε εικόνες με χρώματα και ήχους
και μ΄αγριολούλουδα ζωγράφιζε τους τοίχους.

Κάποιο βράδυ στο γιαλό πετά ένα μπουκάλι
έχει βάλει  μήνυμα και μοναξιά μεγάλη
μέσα στ΄ άλλα έγραφε «αχ ταίρι μου που είσαι,
πάρε την ορφάνια μου την τόση λύπη σβήσε»

Μια φωνή του έλεγε μη μένεις άλλο φύγε
κι ύστερα από χρόνια στην Αλεξάνδρεια πήγε.
Σήκωσε το νόστο η άδεια παραλία
για  την Ιθάκη είχανε οι γλάροι τα πρωτεία.

Κάθε κύμα χάραζε το φως του σαν μαχαίρι
ώσπου ξάφνου άπλωσε μπροστά του ένα χέρι
σήκωσε το βλέμμα του κι είδε μια φιγούρα
μες τον ήλιο φάνηκε σαν μαγική θολούρα.

Κι όταν καλοκοίταξε αντίκρισε ένα θαύμα
θαρρείς  κι ο τόπος γέμισε με του θεού το θραύσμα.
Χέρι χέρι τράβηξαν σ΄ένα ψαροχώρι
με τα μάτια μίλαγε το άχρονο αγόρι.

Ήταν ο ξυπόλητος διαβάτης της ερήμου
σαν γελούσε ταίριαζε μη την ψυχή του Νείλου.
Φτάνουν σε χαμόσπιτο
του Λίβα μονοπάτι
που η χαρά περίσσευε
δεν βρίσκεται στο χάρτη.

Και ξάφνου μέσα στην αγαλλίαση
είδε το μπουκάλι σε ράφι σκονισμένο
όνειρο απόκοσμο στο φως του μαγεμένο
κι όλα γύρω άστραψαν σαν της Εδέμ τον κήπο
κι έγινε χαρμόσυνος της καρδιάς ο κτύπος.

Στων κυμάτων την ωδή
τη ζωή αλλιώς θα δει
η καρδιά του τον καλεί
σε χαμόσπιτου σκαλί
κι είχε το όνομα Αλή!

*Ανέκδοτο τραγούδι
Μελοποιημένο από τον Μ.Κ

Τα μπλουζ των ποταμών

Φωτογραφία Βασίλης Γόνης
Είναι τα μπλούζ της μοναξιάς
οι ξέμπαρκοι μας χρόνοι
κι οι δρόμοι που σε οδηγούν
σ΄ ερημικό μπαλκόνι.

Είναι τα μπλούζ των ποταμών
που μοιάζουν να ΄ναι ίδια
Μισισιπής και Ιλισσός
σ΄ ακτές θρηνούν ταξίδια.

Είναι τα μπλούζ των στεναγμών
που γράφουν στο τσιμέντο
ψυχές που ΄γίναν  αριθμοί
στης τρέλας το κρεσέντο.
Είναι τα μπλούζ της μοναξιάς
που δεν ακούς πια ήχους
τα μπογιατίζουν τα παιδιά
με γκράφιτι στους τοίχους.




Θεομηνία

Θεομηνία μαρμάρινο χαμόγελο
Παιδιάστικη μαγεία
τώρα πατάς στον ουρανό
Φωτογραφία Βασίλης Γόνης
χορό χορεύεις σιγανό
φοράς επάνω σου την βάρδια
και ξενυχτάς με τα φανάρια
του δρόμου και με τους λεφτάδες
μοιρολογάνε οι μανάδες
μα πίσω δεν μπορείς να κάνεις
κι ότι σε πόνεσε να γιάνεις
μικρή πεταλουδίτσα
σε βάπτισαν ξανθούλα Λίτσα
με έξτρα βιβλιάριο και βραδινό ωράριο
πόσο πηγαίνει το μαλλί
κάθε βραδιά σ΄ένα κελί,
ξανθούλα Λίτσα,
Φόρεσες άρωμα πατσουλί
όλοι σε κράζουν σαν τσουλί
μικρή πεταλουδίτσα.



                                          
 
Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011
Επί σκηνής κι επί του βίου


Φωτογραφία Βασίλης Γόνης
Γεννά ήχους στις μετώπες του ονείρου
και των εκστασιασμών ανάγλυφους μυώνες.
Ζωφόροι βλεμμάτων στολίζουν τη σκηνή,
με ανελκύοντα ανάκτορα φωτός και υπερώιος ρυθμός
ανυψώνει τόσες αναπνοές ζευγάρια,
που ανηφορίζουν στο αυτόνομο ταξίδι τους.
Ο ήχος απέπλευσε φορτωμένος
αστεροδείκτες ροδοζύμωτους, οι λιγοψυχίες εξανεμίζονται.
Υποστέλλεται το περιχαρακωμένο
δρομολόγιο της μέρας, σκορπώντας
τα σκιώδη αγγέλματα των αριθμών, όσο
η μέριμνα αφήνεται στην περισυλλογή,
σε έγχορδα ιμερτά μάτια όπως
λικνίζονται με βήματα πυροφόρα.
Να τα καλαφατίσουμε, είναι γερά σκαριά και ποιος ξέρει, ίσως ελλιμενιστούν στο μεγάλο προβολέα και με ηλεκτροπληξία μαντείας αρμενίσουν σε ομόρριζους  δρόμους των παθών μας.
Όμως ας αποτρέψουμε μαζί τις ατραπούς που η πόλη
μας  στοιχειώνει με την εκκωφαντική της μοναξιάς
επικράτεια και αυτεπάγγελτα να την εξορίσουμε.
Ακροβατεί, όπως το φώς λαξεύει τον έρωτα, την
τρικυμία όμως συλλαβίζει καθώς την αγνοεί και επεκτείνεται
προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κενού που μας ακολουθεί
κάποτε, κοίτα κάτι όμως πλανιέται μέσα του.
Ξυπνά την χάρη σου γλυκόπνοη Σειρήνα με
Το συμπόσιο των ήχων τους αμύητους ταξιδευτές
με  το θαύμα να μεθύσει,
κιόντας κανείς ποτέ δεν σε συνάντησε
μόνο η οδύσσεια του καθενός μας
σε κυνηγάει, δέξου τη ξυπόλητη αμφιλύκη
μόνη να σου χορέψει ως αυλητρίδα του άδη
το απόκοσμο της αυτογνωσίας μας
Δεν είναι οι ερινύες, είναι το σώμα,
η άγονη όψη του με τις μαρτυρίες των πειρατών
της  ψυχής μας.
Οψιδιανού άυλα πρόσωπα, όσα επιχορηγούν
ασθμαίνουν κι αναπλάθονται με τα εύχρηστα υλικά
της συνήθειας, όπως τα αντιμάχεται η νύχτα και
βγάζει απέλπιδα φωνή σέρνοντας όλα τ΄ αργόσυρτα τους
χρόνια, σπάταλα που σώρεψαν τα ματαιωμένα, τα λόγια
που πέταξαν στα ρείθρα οι άνεμοι.
Μήτε που λογαριάζει το τίμημα αυτής του
της  προσπάθειας, παλεύει το σχοινί της προσμονής,
βάρος επίπλαστο θα πεις και πως η ψυχή
να μη το επιμεριστεί που κρυφακούει τα πάθη
τα παλίντροπα ώσπου η ατμόσφαιρα θρηνήσει
με αλυσόδετες σχέσεις μαζί του με εισιτήρια
τ΄ ουρανού ακυρωμένα.
Έστω για λίγο πάλι να τους συγκολλήσει φτερά
κιας  είναι με νερομπογιές σε χαρτόνι, ανεμισμένα
πολύχρωμα όμως να γίνουν με το κρασί και το ξενόφερτο
το δρόμο του άλλου να μοιραστούν ξέροντας οι ίδιοι ό,τι 
το μόνο αληθινό απόκτημα, το κουβαλά ο βίος μέχρι το
τέλος είναι η σύμβαση του τέλους.
Αυτός ο δρόμος ολάνθιστος δικός του δημοφιλής
στην αχερουσία λίμνη εγκώμιο όπως απασφαλίζει 
τ΄ αδιέξοδα σήματα των δρόμων μας, που μόνο
κύκλους κάνουν οι πεζοπορίες τα βράδια μας.
Να εξοστρακίσει τη φωνή σε άδυτα μονοπάτια
και να περιμαζεύει τη γαλήνη λόγο το λόγο.
Θέλει η σκηνή αλχιμιστή μάγο τρανό πριν του
τελειώσει το διάστημα της αναπνοής του
με μια δεινότητα αντάξια του μύθου, να στήνει
ξόβεργες φωτεινού ανέμου, να εκδράμουν
οι ψυχές πυρπολημένες στο ανεπίγνωστο το ύψος
που τους αρμόζει.
Με σερπαντίνες ανάσες του νυχτερινού βίου
να ρέουν σε χείλη της αλισάχνης σε κοινόβια
ωράρια αγγέλων.
Ολόκληρη η σύναξη ν΄ ανηφορίζει σ΄ ένα καταυλισμό,
ιπτάμενο νησί που σήκωσαν τα άδυτα της θάλασσας με
όλα ετούτα που συνοψίζουν τους μυχούς των
συνταξιδιωτών μας.
Βουτηχτής της λησμοσύνης, σαλπιγκτής του επουράνιου,
αδημονεί  ν΄ ακομπανιάρει τα επισφαλή του κόσμου,
να τα υποστυλώσει, τις ερινύες όσο προσπαθεί
να εξημερώσει, να χιμήξει καταπάνω τους
με επίφαση μεταλλικού βίου ηχοχρωμάτων.
Κάνει εξαγνισμό ώρες πολλές πριν βαφτηστεί στο φως,
όπως  καταπίνει τον οίστρο αμάσητο
και συγκαλεί απαρτία αισθήσεων.
Με εγκράτεια στις σκέψεις, γίνετε μονόδρομος
στη σκηνή, τη νύχτα την αντίζηλο με στίχους
μουσικούς να επενδύσει, άσμα αμάχων του έρωτα
να συνοδεύσει στων άστρων το λαμπύρισμα.
Σε κολυμπήθρα αόρατη στης σιωπής την κάμαρα
λούζει το  ανεκπλήρωτο της προσμονής.
Αφήνει μουσικές συλλαβές ψιθύρους
ν΄ακούσει τη φωνή του, τις αμυχές της τυχόν
σιγά σιγά να επουλώσει.
Κακό όνομα έχει η νύχτα και της διαμαρτύρεται
που  το ημερολόγιο της με φιλαυτία επιδεικνύει.
Όμως το κάθε βράδυ βάρδια ορίων φέρνει
όπως νίκη ή ήττα επιφυλάσσει ανεπίγραφη.
Με τους δεσμούς του πόθου δέθηκε, δίνει τόνο
το βόρειο Σέλας, σταθερά, συνδράμει στο
ξεπόρτισμα της θλίψης κι έπειτα φορώντας το
λευκό του κύκνου, αλώβητος με το ημιτόνιο
να τρίζει τα θεμέλια του σώματος.
Νεροκράτης δακρύων όπως σείεται στο κύτταρο
τ΄ αρχέγονο που σμιλεύει τις χορδές με το νετρόνιο
και το πρωτόνιο του ανέμου,  σωρεύοντας υπενθυμίσεις
πηλοπλάστη θαυματοποιού.
Αθανασίας μονοπάτι έργει τα παλίμψηστα
της νυχτωδίας  στην περιδίνηση του λεπτοδείκτη
αναδύοντας όλα τ΄ ανεξερεύνητα του.
Παρηγορητής και ζωοδότης με το χέρι των συχνοτήτων
να  ραίνει το άπλετο της επιφοίτησης  πέλαγος
όσο τον ενσταλάζει με την άγρυπνη έμπνευση.
Θαρρείς αιώνες τον συντάσσει να την κυνηγά
ωσάν το χρυσόμαλλο δέρας ή το στάχι το χρυσόριζο
όπου πρέπει σε μύρια μυριάδων να το απαθανατίσει
σε νότες και να το θερίσει.
Συνεύρεση σε κυλιόμενο κάτοπτρο φωταγωγημένο
περιρρέει το θάμπωμα των ηχοχρωμάτων.
Εισπράττει δέος η αφήγηση του χώρου
καθώς με αποχρώσεις επίγνωσης κατρακυλά
εικονογραφημένη με το κρυστάλλινο βηματισμό
του Μελωδού της οικουμένης και με τη
λακωνική αίσθηση της πράξης, πάνω
στο μαύρο φως της σκηνής που βρυχάται μέσα
στη σιωπή της και αφουγκράζεται την έναρξη
της λήθης – αλήθειας της.
Σπινθηροβολά  η απέριττη άρθρωση
της κίνησης του μέσα στη ρέμβη των ηχείων.
Έκθετο απόθεμα μοιράζονται τα ενσύρματα τους
μάτια. Αμείλικτος ο χρόνος τον φυλακίζει
σε σχήματα χρωμάτων του ασυνείδητου του που
κάθε τόσο πρέπει να δραπετεύει αλώβητος,
χωρίς ούτε ψήγματα να σκιάζουν το είδωλο του
από τη φθορά του χρόνου και την ύλη των
κυττάρων του, εκείνο που ωχρό μετατοπίζει
ο ήχος, υπήνεμο να αιωρείται σε όλες τις
αισθήσεις των θαμώνων του ονείρου.
Κι όταν τη στάχτη του το χειροκρότημα σηκώσει,
ρουφώντας  την ο ουρανός από τα μεταλλικά
στόματα του αέρα, θ΄ έχει δοξάσει το έσχατο της
προσφοράς και της θυσίας του.
Το σταμάτημα του χρόνου, φυσικό μέσα στη σχάση
του, μια χαραμάδα έστω αθανασίας να φωτίζει
το ανεπίγνωστο του αγνώστου στη μήτρα
της αέναης επιστροφής στον ανέγγιχτο χώρο
της μετάθεσης στο όνειρο χωρίς το θόρυβο
της θλίψης και του πόνου για ότι χάθηκε.

Για την απώλεια ακόμα μιας ημέρας
από  το χρόνο των θνητών.



Στον αείμνηστο Μάνο Χατζιδάκι




  

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες