Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

ΚΕΛΕΥΣΟΝ

Κέλευσον μέρα πολύρριζη ήχοs αεικίνητοs..

Ολούθε το ενθάδε και το επέκεινα ειs δόξαν
του μείζονοs στο έλασσον,
εκεί όπου το φωs κλωθογυρίζει ανεμοθύελλεs
όπωs ίπταται επί του πελάγουs ανεόρταστο.
Όσα φυλάσσει η άμμοs από τον ωκεανό
η μηδαμινότητα στο μέτρημα θα τ'απολέσει.
Αφόρητη σωρεύει στο κύμα τ'αχνάρια τηs
καθώs φυγαδεύουν οι ταξιδιώτεs τιs απολογίεs τουs
καπνίζονταs ορίζοντεs και θρέφονταs αποστάσειs.
Το άστρο ακινητεί το ταξίδι
όταν το σώμα σ'ενύπνιο περιδιαβαίνει
και'κείνο το θώπευμα στο βλέμμα
που φωτογράφισε ο πόθοs τα μάτια
έχτισαν τείχη και το φυλακίσαν.
Ο αυλητήs μάντηs στην Τροία
το ήξερε από τότε και μοιρολογούσε
στου Έκτορα το γάμο με την Ανδρομάχη.
Είχε προκαλέσει την ειμαρμένη επιλέγοντάs την ωs σύζυγο,
τ'όνομά τηs μαρτηρούσε το σημάδι του θανάτου.
Η παροντότητα βρυχάται υπόλογη τηs προφητείαs
που επέρχεται ωσάν λαιμητόμοs του ελεήμονα καιρού.

Κέλευσον μέρα αχειροποίητη ήχοs σωτήριοs

Πολίτηs ειμί αεί εξασκούμενοs.
Τηs αχιβάδαs φωνή με οδηγεί
στα πεδία τηs ουτοπίαs.
Εγγαστρίμυθοs στην απλοέπεια
αλλοεθνήs αναρχούμαι.
Αναδιφώ τηs γένναs μου το πρώτο γάλα
με την παροδικότητα των ειδώλων
όταν κρατούσαν ημερολόγιο του στατικού φωτόs.
Τριs ειs ζωήν με καταδίκασε
ο χρησμόs τηs ασέληνηs νύχταs
όπωs οδοιπορώ κεκλεισμένων των θυρών
ακραγγίζονταs τη θέαση του λόγου
με την άναρχη αθανασία των λουλουδιών
τηs μιαs ημέραs κωπηλατώνταs
σε νόστο του πρότερου και του ύστερου
σε ολόγραμμα θαλασσοδρόμων.

Κέλευσον μέρα πολύπορη ήχοs τηs πυγολαμπίδαs.

Γείρε στην αχλύ,
στη χούφτα σου μάζεψε μαντικό νερό
και πιεs ,
αποδέξου το πένθοs τηs γραμμήs του χρόνου που σε διαπερνά.
Τ'όνομά σου στα ιμάτια των ανέμων ξεθωριάζει,
δεν υπάρχει αντιστρεπτή πορεία
ούτε αντίτιμο ζωήs σε αργυραμοιβούs του χρόνου.
Νερένιοs λαβύρινθοs όπωs διαθλάται ο βίοs
από την κούνια του στη λίμνη Αχερουσία.
Ο οίστροs του Αρχάγγελου εναντιώνεται στη γλώσσα των θνητών,
το σύμφωνο,συμφωνία και σύμβαση
τονίζονταs με τον κρότο τηs μετάβασηs στην άλλη ολότητα.
Το φωνήεν,φωνή,κραυγή ,
πρώτο κλάμα τηs γένναs γίνεται
απόχτημα στου βυθού το λίκνο
αντίλαλοs στην άφτερη υπόσταση.

Κέλευσον μέρα άρχουσα ήχοs του απέριττου.

Όρθροs του άυπνου Λόγου
με την γύρη από την πληρότητα τηs άγνοιαs
όπωs συλλαβίζει τιs άφωνεs αμυχέs τηs ψυχήs.
H τελευταία αναπνοή του βουτηχτή επισκέπτη στον θάνατο
ωσάν ελευσίνια κατάβαση στον άδη.
Σώμα κέλυφοs και κιβωτόs τηs ψυχήs
που καλαφάτισε ο απάτωρ Χρόνοs
για το μεγάλο ταξίδι...


Κέλευσον μέρα αμόλυντη ήχοs τηs Ταχρίρ

Νυχτερινό σώμα
σε μάτια καθρέφτεs ακροάζεσαι.
Χορδέs οι ζάρεs στο σεντόνι σου παιανίζουν
το αψεγάδιαστο τηs εφηβείαs σου.

Στο απέναντι βενζινάδικο ο μετανάστηs Άχμετ
να ανασταίνεται μαζί σου
με προπατορική μνήμη
κάθε μεσάνυχτα αλαφροήσκιωτοs.

Στοιχειωμένη ζωή νοτίζει το υπόγειο δωμάτιο ,
με αποτσίγαρα ν'αποπνέουν ερημιά
και οι ατρύγητεs φλόγεs του
να τον καταβροχθίζουν ανελέητα.

Χυμούν οι πόθοι
και με αμαρτία πρωτόπλαστου
διασκορπίζονται στο πάτωμα με το κορμί του
καιομένη βάτοs.

Απογυμνωμένη σκιά την ήβη σου 
συναντάs εκεί στ'απόκρυφα του νου
που τελούνται τα ορφικά μυστήρια των καθαρμών.

Μ'ένα κουτάκι μπύρα
σε διάλειμμα αναψυχήs στ'όνειρο

ημερεύει την τρικυμία
μέσα του κοιτάζονταs το φεγγάρι

στουs δρόμουs του άγνωστου και'κείνο τον ακολουθεί

στο αμετάβατο τηs κάθε ημέραs του.

Καλώs ήλθεs

στη χώρα των συμβιβασμένων
του έγραφαν οι φωτεινέs

επιγραφέs.Εκείνοs όμωs δεν ήξερε ελληνικά.


 Κέλευσον μέρα ροκ ήχοs του νερού

Είχε ένα γάντζο και μια μαχαίρα
η Φωτεινή των πάγων
με το ροδάμνι τηs πορφύραs στα χέρια.
Ανοξείδωτη φωνή,
ο ντελάληs του καλοκαιριού με το κάρο
που έσερνε το άλογό τηs ο Γκάρι Κούπερ
όπωs αγαπησιάρικα τον έλεγε.
Η οδύσσεια τηs κάθε ημέραs την οδηγούσε
ωσάν μυθική ραβδοσκόπο στη βιογραφία των δρόμων
με την αυτόφωρη λιποθυμία του μεσημεριού
τ'άνυδρα κορμιά να ποτίσει.

Αναπεπταμένη μορφή του θέρουs ,
μάνα σεβάσμια ντε γιούρε ηθικήs ,
οι ντερτιλήδεs στουs καφενέδεs
με μία ελαφριά κλίση τηs κεφαλήs τουs
την χαιρετούσαν αναστενάζονταs.
Κουβαλούσε τη νεροσυρμή των διάφανων σχημάτων
αργόσυρτα σε χωματένιεs γειτονιέs ,
φορτώνονταs τον πάγο
από του ΦΙΞ το εργοστάσιο.
Φθέγγομαι με φωνή των κρυστάλλων
ζωγράφιζε η επιφάνειά του καθώs έλιωνε
κι'εκείνη έβλεπε το σημάδι ωs ευχή
μοιράζονταs μ'ευχαρίστηση τα θραύσματά του
στα ξυπόλητα παιδιά που την ακολουθούσαν
κραυγάζονταs τον ερχομό τηs.

Πέρασαν τα χρόνια και η Φωτεινή αποφάσισε
μία μέρα όπου η θερμοκρασία ήταν υπό το μηδέν
να φύγει για το μεγάλο ταξίδι.
Εκείνη τη μέρα έριχνε χιόνι
αλλά είχε και ήλιο,
άραγε τι ήθελε να μαs πει
ή μήπωs δεν θέλουμε να το καταλάβουμε.
Ο Γκάρι Κούπερ έγινε ξανά ιππόκαμποs
όπωs του είχε υποσχεθεί η γοργόνα
μετά το πέραs τηs προσφοράs του.
Τώρα χλιμιντρίζονταs στο πέλαγοs
δημιουργεί μαιάνδρουs με τ'όνομα τηs κόρηs
που υπηρέτησε πιστά και αγάπησε.
Alea jacta est
ο κύβοs πάγου ερρίφθη
στο τελευταίο ποτήρι τηs ζωήs τηs.





Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

ΕΡΗΜΗ ΠΟΛΗ 

Μετρά τιs ραγισματιέs του σοβά το φωs του ακάλυπτου.
Η σκάλα υπαινικτική εποφθαλμιά
ντοκουμέντα ενοίκων με τιs σκιέs των τοίχων
ξεπροβοδίζονταs απουσίεs.
Ύστερα τιs ονοματίζει


και τιs πυρπολεί στην εξώπορτα.
Επικρέμαται η απορία των ήχων
καθώs σκορπά την τέφρα τουs στην άσφαλτο
ανέγγιχτη με ειδωλολάτρη καιρού το χέρι.

Παραπέρα ένα ζευγάρι παλιωμένα παπούτσια
και μια μποτίλια κρασί,
δίπλα από σωρό με πολυκαιρίτικα έπιπλα από έξωση,
ζητούν παραλήπτη άστεγηs πορείαs.

Η ετικέτα δωρίζει και τον οινοχόο
που κλείνει το μάτι στην αυτοψία.
Η μέρα των απολογισμών μόλιs είχε παρέλθει.
Η αβάσταχτη πολύβουη ζωή
ενέχειρο στουs διαφημιστέs και στιs μηχανέs αυτοεξορίζεται.

Έρημη πόλη ,φανταχτερή με δρόμουs τηs αλλοτρίωσηs
όπου πρέπει να παs αλλιώs πωs θα μάθειs.
Όταν είσαι εκεί πηγαίνειs αλλού,
ψάχνειs τ'όνομά σου,

Tο σπίτι σου τη νύχτα ο γερανόs το μετέφερε
στη μάντρα του δήμου.
Είχεs παραβεί την ορθότητα του σκηνικού,
ο υποβολέαs δεν βγαίνει απο την κρύπτη στα φώτα δεν ρωτά,
οι διάλογοι έχουν γραφτεί από στρατολογημένουs ποιητέs και δημοσιογράφουs.
Εσύ τόλμησεs η άγνοια πληρώνεται,
ο δρόμοs γίνεται παράδρομοs,

σφάλλειs,πωs να το ξέρειs όμωs,
το συντακτικό και η ορθογραφία τηs όρασηs
σε γέλασαν γιατί φορούσεs μάτια δανεικά.

Ο κομματάρχηs σε βάθρο απόμεινε γυμνόs ,εσύ τον θέριεψεs.
To πλήθοs κλειδαμπαρώθηκε στο περιθώριο,εσύ πάλι μόνοs.
Άκου θα κινηθείs αυτόματα στην αυταπάτη σου,
ο ρόλοs που σου εδόθει έχει ρόδεs
αφέσου στο οργανόγραμμα σε οδηγεί,
το λογισμικό δίνει άφεση αμαρτιών αν το υπακούs.

Είσαι αλλού αλλά είσαι εδώ,
νομίζειs ότι είσαι εδώ,
μα γιατί ρωτάs ,
ποιοs είσαι εσύ που ρωτάs.
Λεs ότι η αμαρτία είναι αυταπάρνηση ,
πωs τολμάs,
σε θάνατο σε θάνατο τον άπιστο.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ

Πλάθουν τα άνθη του νερού τα άχρονα,
Η Όστρια με τον παφλασμό του κύματοs.
Αλυσώνει το λυκόφωs τον ορίζοντα με ξάρτια ,
Κατάρτια και σχισμένα πανιά.
Ρημάζει στη ξηρά τον αταξίδευτο νόστο
Με την αμέτρητη απουσία στο φτερούγισμα του γλάρου
Που ποθεί να συμβεί το απροσδόκητο
Με το παλίμψηστο τηs ομίχληs, ιστορίζονταs
Τον τροπικό του αιγόκερω με τα ξερμάτωτα
Πλοία σε τυφώνεs ταξιδεύονταs.
Βαλκάνια ψυχή τηs θάλασσαs τ'αγρίμια συντρόφουs έκανεs και τ'αχνάρια τουs
Σου έμαθαν καιροφυλακτώνταs αιτιότητεs θανάτων.
Ελιξήρια μερόνυχτα μη ζητάs να διαβείs,
Δρόμοs δίχωs ωκεανό δεν υπάρχει.
Ο Ανακρέων μετοίκισε στου αντίλαλου τιs παρηχήσειs,
Σε φαράγγι των όρνεων, ο αναχωρητήs εκεί
Στα Λευκά Όρη τον συνάντησε και τουs ποιητέs
Καταράστηκε όπωs το ανήλεο φίδι του είπε.
Το βουνό τηs σοφίαs ποτέ να μη ανέβουν,
Απραγοι με τουs ανέμουs να συνομιλούν στιs παρυφέs του,
Κοιτάζονταs το αδιάβατο προs τη θέωση μονοπάτι.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

ΜΗΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙΣ
(Το βήμα του τρελού)

Στιs όχθεs των βλεφάρων σου αργοναύτεs ομοεθνοί σου τριγυρνάνε
Και στα θολά σου μάτια μια θάλασσα ξεχειλίζει και με παρασύρει στο βυθό τηs.
Μην επιστρέφειs λοιπόν σε ναυάγιο με τη ρέμβη του τουρίστα,
Ανήλεη ψυχή εκεί το βλέμμα σου μη στρέφειs,
Πέτρωσα βήμα και τραβώ στηs ξενιτιάs τα μάκρη.
Την αλισάχνη κατάσαρκα φοράω, ένα σκουριασμένο σώμα έχω για να υπάρξω.
Τώρα τα βράδια ο καιρόs σαν ακροβάτηs φτερωτόs σ'άδειεs ακτέs
Μαζί μου αργά κυλάει τρεμίζονταs το σπαραγμό τηs σελήνηs.
Τηs λησμονιάs τα μυστικά είναι άνθη γυρτά σε αυθαίρετα χρόνια
Κρυφομιλούν μεταξύ τουs ταπεινά σ'εκδρομή με του φευγιού τα  κουπόνια.
Όσο χορεύει η βροχή κι ο άνεμοs διψάει η στάχτη μέσα στο ποτήρι
Θα σπάει κωδικούs
Βρίζονταs τουs θεούs που μαs θρέφουν με δηλητήριο ευτυχίαs.
Κοίτα πωs με κατέγραψαν σε μακρόσυρτη φωνή του κύματοs
Και σε χάρτεs οδικούs με εξαίσια μυρωδικά και βάγια εσταυρωμένου.
Η λέξη καταδίκη πάντα εγγράφεται στην αφή και ματώνει καθώs σπρώχνειs άλλη μια μέρα.
Βλέπω στα δέκα δαχτυλά μου τηs ερημιάς την παραφορά να με αποθεώνει αδίστακτα.
Στα ρείθρα θα ξεπέσουν κι απόψε τα χνώτα της συνήθειας και η αγέλη
Με τ'αδέσποτα σκυλιά θα περιμένουν τον επόμενο θάνατο τηs ελπίδαs.
Τα αποτρόπαια γράφουν οι δρόμοι ιδιόχειρα κρυφακούονταs οδύνεs.
Με συλλάβανε γιαυτό οι μνήμες ωs αυτόχειρα.



Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ

Ημέρεψε ο λέονταs
κι έχει τα δυο του πόδια πάνω στη γη
το τρίτο του στα σύννεφα ,
το τέταρτο τόχει με το χαμαιλέοντα
μαζί συνώνυμο τηs μνήμηs.
Στιs όχθεs του ουράνιου ποταμού
με τα χωματένια σύνορα
συνοδοιπορούμε και πωs να τουs προφυλάξω
ο αφελήs από την κατακραυγή του όχλου ,
όμωs με καθησυχάζουνε λεγοντάs μου
τα μάτια τουs ένα στουs τρειs μαs βλέπουν.
Έναs μικρόκοσμοs μέσα μαs
όλα αυτόs τα ορίζει
τηs κίνησηs υπέρθεση το λένε
μου ψιθυρήσαν και στο περίγραμμα του σώματοs
και στουs αρμούs επάλληλεs στήνει καταστάσειs ,
συνεύρεση ανημέρευτη στο μυστικό του δείπνο,
στο ίδιο κελί με ορθάνοιχτουs
ορίζοντεs συνδαιτυμόνεs είμαστε.
Με πηλό τηs ανάληψηs ,
τόποs με άθραυστα υλικά
που κουβαλούν τιs πολυσέλιδεs συναυτουργίεs των βίων
μηρυκάζονταs τα σύμπαντα.
Λέξη τη λέξη το είδωλό μου
και όχι εγώ ο ποιητήs o χρησμολόγοs
τουs ποιητέs θανατώνει με σύννομεs διεργασίεs
ωσάν πρωτότοκοs διθύραμβοs και γιοs τηs Μήδειαs
την ειμαρμένη να τελεί με μάρτηρεs τα σκιάχτρα.
Σώμα το σώμα κι ο Θεόs χάνεται
στο μεγάκοσμο και μέσα στο μικρόκοσμο
μα σκέψου στο περασμά του από πλευρό ανθρώπου ,
μαχαίρι να μπηχτεί ξάφνου και να τον πετύχει.
Ούτε να το σκεφτώ μπορώ τέτοιο ουρλιαχτό ν'ακούσω,
μα τότεs πέστε μου στ'αλήθεια αν συμβεί τι θα γενεί
Θεέ και Παντοκράτορά μου.
Ξυπνώ ταχύκαρδοs που λεs κάθιδροs στο ίδιο σώμα.
Αλληλούια και Ωσαννά και καινούργια μέρα λάμπει.




Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

ΤΑ ΚΒΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

   Είμαι βιολάτρηs ενώ θέτω υπό αμφισβήτηση την λειτουργικότητα των λέξεων ώστε και η προβληματική τουs να είναι αίολη.Τίποτα πιο σταθερό από μια πεταλούδα πετώνταs μεσοπέλαγα.
   Η έδρασή μου εστιάζεται στο επιφαινόμενο ενόs αόρατου φαινομένου όπωs δικαιολογεί η κβαντική φυσική όπου η αλληλοεπίδραση των φωτονίων ή άλλων σωματιδίων μπορεί να τα κάνει να εμφανίζονται ταυτόχρονα σε διαφορετικά σημεία κιύστερα ν'αλλάζουν και να γίνονται κάτι άλλο.Όπωs μία αφίσα ή ένα αντικείμενο που αντικατοπτρίζεται ανάποδα στην επιφάνεια μιαs λακκούβαs με νερό ώσπου ένα βήμα τα εξαφανίζει για να επανέλθουν αργότερα.
  Όλα αντανακλούν στουs ακροβατισμούs του βλέμματοs επάνω σε καταστάσειs και η επαναφορά τουs με άλλη δομή με αρμούs άλληs ενέργειαs.Δεν υπάρχει τίποτα λοιπόν δίχωs την αλληλοσυμπλήρωση με κάτι άλλο.
   Λέξειs φωτόνια με απόκρυφη προοπτική και με κύματα ενέργειαs αλληλοεξαρτόμενεs και φαντάσου όταν κυλίσει κάποιο δάκρυ επάνω στο χαρτί όταν γράφονται τι ενέργεια εκλύεται,ίσωs αυτό το δάκρυ το ξαναβρείs στο στήμονα ενόs λουλουδιού στουs Kβάζαρs σε μια άλλη ζωή.
   Η δομή λοιπόν στην ουσία ενόs ποιήματοs είναι ανύπαρκτη ,όπωs και το ίδιο, πόσο μάλλον και η χιλιοδιττή του ερμηνεία.Υπάρχει απλώs μία υποφαινόμενη στατικότητα χωρίs αντίκρισμα η οποία συνεχώs μεταλλάσσεται από την εκάστοτε διάθεση,θέση,κατάσταση και γνώση του αναγνώστη κιάλλων πολλών παραμέτρων.
   Είναι εκείνοs όπου το κομματιάζει νοερά ή μ'ένα ψαλίδι και το επαναπροσδιορίζει αναλόγωs.H αέναη λοιπόν ενέργεια ή τα κβάντα καραδοκούν στην υψικάμινο τηs κίνησηs και τηs αλλαγήs όλουs εμάs τουs στιχοπλόκουs που το ΟΛΟΝ εντελώs αδιαφορεί να γελάσει μετά δακρύων.


Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ
                                      στον ανώνυμο φίλο

Δώσε μου αντίστιξηs πνοή
μητριά μου
Αμφιλύκη να πράττω
σύζευξη τηs καμπυλότηταs
του εδωνά είναι με το συνείναι,
να ισοζυγίζω το άπειρο
να γίνει η σκιά μου
κιόταν δηώ το όνειρο
κανείs να μη με βλέπει,
να λέω στουs απότακτουs πωs τάχα δεν υπάρχει
και σε απόκληρουs τηs γηs
να μη το υπολήπτονται
γιατί δεν δίνει κέρδητα ,
μονάχα εκμαυλίζει όλα τα πραγματοειδή
αυτού του μακάριου κόσμου.
Και με την Ειλείθυια Θεά σε ιθύφαλλο χορό
να σπέρνω υπερανθρώπουs,
να πίνω να βωμολοχώ
κι ωσάν διάτοροs του φωτόs
να καίω τουs ανέμουs.
Eγώ ο μικρόs κι ο μέγαs ερεβομανήs,
επίγονοs τηs μαύρηs λήθηs.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

ΤΡΑΥΛΙΣΜΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

Σε περιφερόμενο θίασο
είμαι ωs μονάδα σε ανύπαρκτο εκθέτη
στα υποδόρια μάτια μου
και εστιάζομαι καθ'εκάστην
σε κενό άφαντοs
αναδύονταs φωταψίεs κλεπταποδόχου
επαναλαμβάνονταs τη μητρική μου
των ανέμων γλώσσα.
Κιόταν φέρνει προσωπείο
αγιότηταs ο δρόμοs αυνανίζεται
το εν δυνάμει στα πεδία του τίποτα
και το μαρμάρινο είδωλο τηs πλατείαs
να σκιρτά το εφήμερο
με τραύλισμα αθανασίαs
σε συνωστιζόμενο κοινό.
Είμαι αυτουργόs τηs παρατήρησηs,
όχι πωs συνοψίζομαι σε φώτα
αλλά γιατί συλλαμβάνω τη νύχτα
και τη διαχέω ωs προπέτασμα καπνού
 στιs ερινύεs μου.
Μυημένοs συκοφάντηs του επίπλαστου
με κλητεύουν το χάραμα οι νεφέλεs
ωσάν παραστάτη τουs
και οι απυρόβλητοι όποιαs ιδεολογίαs
στο κατούρημα μου εξ ουρανού ερμηνεύονται.
Αποτραβηγμένοs στο κελί τηs χρονικότηταs
ανασαίνω φωs αντίγραφο ερήμην σαs.
Εμείs οι ανεμομαζωχτάρηδεs
των ήχων και των φθόγγων,
κλητήρεs ή έποικοι των ανθών και των πουλιών
αs συνασπιστούμε στο ειρήνεμα τηs μη χρονικοτηταs.

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες