Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ
Διήγημα 



      Τα άχρωμα πρόσωπα με τις ιδιοτελείς συμπεριφορές τους, τον αποσυντονίζουν, όπως χρησιμοποιούν τη ρητορική του ύφους, την αδιαφορία τους για τα κοινά και την αλλοτρίωσή τους στον καταναλωτισμό. 
   Μέσα στην σιωπή των σκέψεών του έβρισκε έξοδο διαφυγής σιγοτραγουδώντας ένα στιχάκι,    

        « ποτάμι θέλει η ψυχή 
μια θάλασσα η σκέψη 
και της καρδιάς η αμυχή 
σαν αηδόνι να ηχεί 
προτού να σε στερέψει ».


 Η έλλειψη ειρμού εγείρει ερωτήματα με τη διαλεκτική των συνηθειών τους – έλεγε στο άδειο από ακροατήριο σπίτι του – που ολοένα οπισθοβατούν σ’ ένα απρόσωπο παρελθόν, παρόν και μέλλον, με θραύσματα αναφορών από γεγονότα που φωτίζουν πράξεις της καθημερινότητά τους, που ούτως ή άλλως έχουν τελεσιδικήσει στη ρηχότητα της άθλιας ζωής τους

 – « ανάθεμα τα προσωπεία σας » κραύγαζε. 

      Ξεχνά μισόσβηστο το τσιγάρο του στο τασάκι κι ανάβει άλλο, στις φλέβες του ρέει οινόπνευμα και όλος ο αέρας και τα αντικείμενα του καθιστικού έχουν ποτίσει νικοτίνη. Βρίζει έναν αόρατο υπάνθρωπο – το κάνει με μορφασμούς και χειρονομίες. Στις πτυχώσεις του χρόνου οι οδοδείκτες των βημάτων του προαναγγέλλουν την αρχέγονη ροπή του ανθρώπου στο λίκνο, στη μήτρα της ζωής, οι συνειρμοί του εκεί τον οδηγούν, που ενδεχομένως του προσφέρει προσωρινό καταφύγιο και ασφάλεια. Η έμπνευση του με σκόρπιες φράσεις, φωτίζοντας το ανείπωτο κενό της μοναξιάς του, τον λυτρώνει περιοδικά. 
     Μόνος και καλωδιωμένος με τις οθόνες της παγκοσμιοποίησης, με βιβλία, εφημερίδες και με το δίλημμα του μέλλοντος όπως καλπάζει, μόνο με την αναφορά του κέρδους και της υλικής ευμάρειας στις δοξασίες του, τον τρικυμίζει. Ασύμμετρες στιγμές τον διαπερνούν με το καλειδοσκόπιο της σκίασης από τα σφαλιστά παράθυρα και τις αντανακλάσεις από τα φωτοστέφανα των θλιμμένων ημερών της επανάληψης. 

«Ξένος ο εαυτός μας » 
σκέφτεται, καθώς παρατηρεί της οθόνης τη νοητή προέκταση. 
«Να δημιουργήσουμε πυρήνες του πνεύματος πίσω από τις γραμμές του συστήματος » 
ψιθυρίζει στο καναρίνι του,
«να βγούμε στους δρόμους και να μιλήσουμε μεταξύ μας γράφοντας σε μία κονκάρδα στο στήθος μας τ’ όνομά μας ως ένδειξη επικοινωνίας. Να σαρώσουμε με τη συλλογική μας ενέργεια την αδικία και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο ». 

    Σιωπή στο στερέωμα, οι ηχοληψίες της ατμόσφαιρας αναθεωρούν τις προσδοκίες του υποκειμένου, θεωρώντας το ως άθυρμα εκτός τόπου και χρόνου. 

«Πάλι αναβολή των αξιών της ανθρώπινης υπόστασης, πάλι οπισθοχώρηση, πάλι επί ματαίω όλος ο δρόμος κι ο αγώνας της κλήτευσης προς την αλήθεια», μουρμουρίζει. 

– Γιατί δεν βγαίνεις στο φως; 
– Θα γίνουν πιο ευδιάκριτες οι χαρακιές μου και δεν το θέλω. 

    Η ερώτηση και η απάντηση είναι δικές του. Είχε αναφέρει κάποτε – σε ανύποπτο χρόνο – ότι ένα καράβι θα ταξιδέψει εντός μιας πόλης περνώντας αυλές σπιτιών, με τις φωνές νεκρών παιδιών να το προϋπαντούν και θα γίνει μνημείο κάποιου μεγάλου θυμού της θάλασσας. Όλοι γέλασαν τότε και κανένας δεν τον πήρε στα σοβαρά – αν και η προφητεία του βγήκε αληθινή στην Ιαπωνία. Τον θεωρούσαν τρελό και ιδιόμορφο, όμως υπήρχε κάτι επάνω του που τον έκανε συμπαθή. Περπατούσε συχνά στην ακτή, μισή ώρα από το σπίτι του με τα πόδια και νοσταλγούσε όπως άκουγε τους παφλασμούς των κυμάτων τα παιδικά του χρόνια, όταν ο πατέρας του τον πήγαινε στη θάλασσα και άφηνε ένα καρπούζι στα ρηχά, ώστε μετά το μπάνιο να το απολαύσουν δροσερό. Εκεί στις περιπλανήσεις τους, του μιλούσε για τη ρώσικη λογοτεχνία και το μεγαλείο της Σοβιετικής ένωσης, αποφεύγοντας όμως να αναφερθεί στα βασανιστήρια και στην καταπίεση του λαού της. Ίσως τελικά και να μη γνώριζε το παραμικρό για ότι συνέβαινε εκεί. 
     Πέρασαν τα χρόνια. Τώρα από την άμμο μαζεύει λειασμένα γυαλάκια από το κύμα δημιουργώντας γλυπτά τα οποία δωρίζει. Κάθε σπασμένο γυαλί και μια ιστορία αναλογιζότανε με αναστεναγμό. Είμαστε κάκιστοι αντιγραφείς του ορατού και του αοράτου, φιλοσοφούσε. Οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ανακαλύπτουν κάθε τόσο, όλο και περισσότερο τη ματαιότητά τους, συμπλήρωνε.     
     Κάποτε βρέθηκε στο Ασουάν της Αιγύπτου στο Νείλο σε βάρκα με το φίλο του τον Νίκο και ήταν τότε που κλονίστηκαν οι απόψεις του για την συγγραφή και την ανάγνωση της ποίησης. Ήταν ένα απόγευμα, όταν ένιωσε ότι βίωνε στιγμές εξωπραγματικές ενώ περνούσαν ενδιάμεσα από μικρά νησάκια του ποταμού. Σα ν’ αποκτούσε κίνηση ένας υπερμεγέθης πίνακας ζωγραφικής μπροστά τους και εισέρχονταν σ ένα ονειρικό κόσμο όπως κωπηλατούσε ο φίλος τους ο Χάνι. Απόσταγμα και πεμπτουσία της ύπαρξης που έστελνε μηνύματα μυστηρίου. Εκεί έστησε το σκηνικό της φαντασίας του μ’ ένα ποιητή που διάβαζε κι έγραφε, ενώ δίπλα του ένα μικρό παιδί έπαιζε με τον πηλό ανέμελα.    
     Η φύση με τα πουλιά και η άγρια βλάστηση με τους φοίνικες τον παρατηρούσαν όπως κωδικοποιούσε τα χρώματα, τους ήχους και την αιωνιότητα του τοπίου με την γλώσσα των θνητών, ενώ ήταν στον τόπο της επαγγελίας, αγνοώντας την. Λες κι εδώ είχε πέσει η πρώτη σταγόνα της γένεσης, το πρώτο σκίρτημα ζωής κι εδώ ανέπνευσε το πρώτο νήπιο της καρδιάς που με το κλάμα του συντρόφευσε τα κελαηδήματα των πουλιών. Όλες αυτές τις σκέψεις τις ζωγράφιζε στα μάτια του, καθώς άπλωνε τα χέρια του ωσάν μύστης του φωτός κι αμέσως οι χαρακιές τού προσώπου του χάνονταν διά μαγείας.
     Εκείνη τη νύχτα στο κατάλυμα που κοιμόταν, το οποίο βρισκόταν επάνω σ’ ένα νησί του Νείλου, μέσα στον ύπνο του άκουσε μία συρτή φωνή σε άγνωστη γλώσσα να τον καλεί. Βγήκε όπως ήταν μισόγυμνος, περπατώντας στο πλακόστρωτο ξυπόλητος και ακολούθησε το κάλεσμα, που τώρα ακουγόταν από την όχθη του ποταμού. Πλησίασε ονειροβατώντας και αντιλήφθηκε ότι η φωνή έβγαινε σχεδόν μέσα από το νερό. Δεν άργησε πολύ για να στρέψει το βλέμμα του προς την πλευρά του καλέσματος. Ήταν ένα χρυσαφένιο σχήμα που επέπλεε και αργά δημιουργούσε μαιάνδρους βυθίζοντας την καμπυλότητά του και συγχρόνως εμφανίζοντας αργά μία άλλη που πριν ήταν αόρατη.      
      Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και οι ραβδώσεις στην επιφάνεια του όντος έμοιαζαν με μεγάλες σαν παλάμη φολίδες ερπετού. Η νύχτα παράφορα μαγευτική αντιφέγγιζε από τους γρανιτένιους ογκόλιθους στο απέναντι νησάκι με τη νωχέλεια του νερού που δημιουργούσε ανάγλυφες συγχορδίες ήχων, σκορπώντας μια ρέουσα κατάνυξη με τα τιτιβίσματα από τα νυχτοπούλια. Χωρίς ίχνος φόβου λύγισε τα πόδια του και κάθισε στην άκρη του πρανές ακουμπώντας με τα χέρια του αυθόρμητα τα γόνατά του σε στάση διαλογισμού. Η τεραστίων διαστάσεων ολόχρυση κόμπρα σιγά – σιγά αναδυόταν μπροστά του εκτείνοντας το περιλαίμιό της καθώς λαμποκοπούσε μες στη νύχτα και ήταν θαρρείς μια εικόνα βγαλμένη από τη μυθολογία.  
    Τον πλησίασε, έκανε το ημικύκλιο από το σώμα του και ανυψωμένο όπως ήταν το εμπρόσθιο μέρος της, στάθηκε πίσω του με την καλύπτρα της να τον προστατεύει σαν θεοκρατικό σύμβολο σε θρόνο των Φαραώ. Με εσώτερους παλμούς του μετέδιδε προφητείες στην αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα, απευθείας στο υποσυνείδητό του. Εκείνος αεικίνητος σε κατάσταση νιρβάνας γινόταν αποδέκτης μηνυμάτων που χρόνια τον ταλάνιζαν και όσα βιβλία κι αν διάβαζε δεν μπορούσαν να του δώσουν απαντήσεις για το υπάρχειν και το θάνατο. Συγχρόνως αναδύονταν από τα νερά μπροστά του εφτά φωσφορίζοντες κίονες με ιερογλυφική γραφή χαραγμένη στην επιφάνειά τους, που σαν να γίνονταν ανεπαίσθητες εκρήξεις στην κάθε ανάγλυφη αναπαράσταση – λέξη – με εκλάμψεις, δίνοντας στίγμα αντίληψης στην ανάγνωσή της. 
    Επάνω στον κάθε κίονα υπήρχε κι ένα μάτι διεισδυτικό που επόπτευε σαν φύλακας το δικό του υπό κατοχή αρχαίο κείμενο, ενώ ίπταται αιωρούμενο μπρος πίσω ανάλογα με τις υποσυνείδητες ταλαντώσεις του ιερού φιδιού. Όταν ξύπνησε η μόνη απόδειξη ή στοιχείο της νυχτερινής του περιπέτειας, ήταν τ’ αποτυπώματα από τη λάσπη που άφησαν τα πέλματά του στα λευκά σεντόνια στο κρεβάτι του. Όμως όλα συνηγορούσαν στο πέρασμα της μέρας ότι είχε επέλθει μία μεγάλη αλλαγή μέσα του. Όταν κάποια στιγμή στη βόλτα του πλησίασε το σημείο της αποκάλυψης του αγνωστικισμού του, αισθάνθηκε ένα ρίγος. Σε όλα είχε πλέον απαντήσεις κι ένιωθε λυτρωμένος αλλά συγχρόνως και λυπημένος, διότι μπορούσε στο εξής να διαβάζει τις κρυφές σκέψεις των συνανθρώπων του – κι αυτό ήταν ένα δώρο – δικαίωμα – από τις επικλήσεις του προς τα ουράνια, πολλών χρόνων που έκανε, για να μάθει με ανιδιοτέλεια τα υπερκείμενα της νόησης – δίχως να πληγώνεται με τις αντίρροπες δυνάμεις που συνυπάρχουν εντός τους. 
     Ήξερε πλέον ότι όλο το ανθρώπινο γένος είναι σε μια μορφή υπό σύστασης ενός ανώτερου πολιτισμού που πριν είχε κατοικίσει στη γη, στα εδάφη γύρω από τη Μεσόγειο και μέσω της αντιύλης ταξίδεψε στον Ωρίωνα απ’ όπου μας εποπτεύει. Ο πλανήτης μας είναι ένα αστρικό σχολείο λοιπόν, η κοίτη του γίγνεσθαι, όπου μας έχει δοθεί το πνεύμα και κρινόμαστε με τον τρόπο που ο καθένας μας το χρησιμοποιεί ή το διαχειρίζεται, ώστε να περάσει στο επόμενο επίπεδο. 

    Αυτή η ζωή είναι ένα είδος μαθητείας κι όλοι οι αποτυχόντες στον γαλαξιακό καιάδα εξαφανίζονται χωρίς δεύτερη ευκαιρία σε άλλη κατάσταση. 

      Η μεγάλη όμως αποκάλυψη ήταν ότι οι θεοί Ρα, Ζαγρεύς, Δίας και Διόνυσος είναι το ίδιο Ον και αποτελείται από μία αδιανόητη μάζα φωτονίων της υπέρθεσης και είναι ο μέγας καταγραφέας όλων των συμβάντων επάνω στη γη δίχως να παρεμβαίνει, απλώς τα κρίνει αφού όλα τα βλέπει και τα κατατάσσει στο υπερπέραν της υπερνόησης. Ούτως ώστε να επιλέγονται οι συνεχιστές ή οι άριστοι της υπαρκτικότητας σε άλλο επίπεδο με άυλη μορφή. 
     Η πολυπραγμοσύνη του νου στο κροτάλισμα του χρόνου αντιστέκεται μόνο με ρομφαία του ένα κρινάγκαθο που συνέχεια ματώνει το βίο όπως το κρατά σφιχτά στη χούφτα του, στο μάκρος της ζωής του προς την αιώνια μετάβαση, με νοητές αμφιταλαντεύσεις στις επάλξεις της θέασης ενός κόσμου που συναθροίζεται στην προβλήτα του ακατανόητου περιμένοντας το πλοίο τ’ ουρανού στο τελευταίο εγερτήριο κάλεσμα. 




Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012


Αιθάυ
 «η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή 
σαν ένας πένθιμος βωμός 
εγκατεστημένος στο δωμάτιο χρόνια 
-μία φωτιά που δεν ζεσταίνει , 
μόνο φωτίζει αχνά. . . » 

απόσπασμα 
«Επαληθεύοντας τη νύχτα » 
του Δημήτρη Αγγελή.
Το ταβάνι στο δωμάτιο φωτίζει 
σαν μια οθόνη 
και το κρασί στο ποτήρι 
έχει τρικυμία με πρόσμιξη κακοκαιρίας. 

Μ’ ένα ακόμα πυροτέχνημα απόλαυσης
κι άλλο ψέμα φανερώνει στην τελευταία γουλιά.
Με ασπρόμαυρη κίνηση 
ακροάζεσαι στο πανί του χρόνου
 και με συντεταγμένο βήμα 
έχεις όνομα, εκείνος , αυτός , ο άλλος κι ο επόμενος
- ένα σύννεφο γίνεσαι , 
σβήνεις μ’ ένα φύσημα 
κι όλα εκείνα που σε μάγεψαν,
στο ίσως και στο αύριο σε φυλακίζουν-
με το θειάφι του χρόνου.

Όλα θόρυβος κι αναμονή , 
φωτογραφία της στιγμής που βγήκες , 
στο φως , για μια στιγμή
και μετά μ’ ένα τριγμό στην απόσταση του χρόνου θα μακραίνεις.

Δεν το ονόμασες το ταξίδι , 
δεν το ξέρεις , 
κύκλους ανοίγεις και κλείνεις ,
 η λησμονιά στέκεται περήφανα πλάι σου,
 - άφωνη και δεν το συνηθίζει - 
εσύ την υπακούς, 
είναι η δικαιοσύνη επί του τέλους. 

Κάθε πόρτα έχει και την πρόκα της καθώς κλείνει 
–τα εξαπτέρυγα καρφιά τα φυλάς στο προσκεφάλι σου , 
είναι τα φυλακτά στον παραβάτη ύπνο σου 
καθώς κραυγάζεις άφωνος τις προδοσίες του εσατζή της αναψυχής 
–αμείλικτος όπως τον συναντάς στη βόλτα σου
ωσάν άγγελο σηματωρό ,
ζητώντας του φωτιά 
και συ γίνεσαι παρανάλωμα του πυρός 
γιατί έτσι έμαθες,
ν ‘ αυτομολείς στον εχθρό σου
–πυρομανής στον ίδιο σου τον εαυτό. 

Βλέπεις , χωρίς να βλέπεις , 
στα χέρια του τα τριάκοντα αργύρια 
και το σώμα του ένα καράβι, 
έτοιμο να σαλπάρει, 
με ανοιχτή ημερομηνία εισιτήριο. 

Τρέχεις στην κουζίνα για να πάρεις το μαχαίρι, 
θέλεις να καρφώσεις το δικό του χνάρι
κι όλο το αναβάλλεις 
ενώ ξέρεις που κρύβεται και μέρα μεσημέρι. 

Εσύ στου κόσμου τα μεσάνυχτα , 
έχεις τα μάτια σου στου τοίχου τις σκιές, 
όπου οι νταήδες και οι κουρσάροι των ωρών , σε περιγελούν. 

Με τον Οδυσσέα σου απομαγεύεις
και συνάμα ξαναμαγεύεις τον κόσμο 
μ’ ένα μονόλογο σύμπραξης σε νησί της ουτοπίας ,
η οδύσσειά σου γεμίζει σελίδες αδιάβαστες.
Κάποτε θα σε ιστορούν 
με το ψευδώνυμο ο περαστικός,
στο γύρισμα ενός πλάνου 
μιας βάρβαρης επίθεσης στον εαυτό σου.

Εκλιπαρείς 
ελπίζοντας να βρεις την είσοδο της ανώνυμης πόλης
ωσάν ικέτης στη γραφειοκρατία των τυράννων σου. 
Το καταβλητέο χρέος , ή τέλος για τον κάθε άνθρωπο θα εξοφλείται ούτως ή άλλως.

Η ενοχή κυβερνά υπόγεια τα πάντα , 
αυτή είναι το κρυφό κλειδί της συμπεριφοράς σου. 
Στο βαθύ τραγέλαφο της μοναξιάς,
η σιωπή είναι πιο κοντά σου από τον άνθρωπο.
Η εικόνα σου , 
το τρομαχτικό όνειρο που δεν αντέχεις στο πρωϊνό σου ξύπνημα. 
Δεν είναι εξομολόγηση 
αλλά η μεταμόρφωσή σου 
στην απόγνωση που σε διαπερνά 
και σε απογυμνώνει στο υποσυνείδητό σου. 

Όταν ξέρεις ό, τι είσαι ένα καλειδοσκοπικό ανταλλάξιμο είδωλο.
Εσύ είσαι o χρόνος 
και πρέπει συνεχώς να το αποδεικνύεις , 
ως μονάδα επαλήθευσης , 
είσαι δηλαδή το είναι του χρόνου, 
άρα δεν είσαι εσύ
ή είσαι εσύ ως πρώτο ένστιχτο; 

Τα όνειρά σου αταξίδευτα 
σε πλοίο παροπλισμένο ,
με βροχή από φώσφορο η νύχτα τα παρωδεί κρυφίως 
καθώς το κυματόφραχτο βλέμμα σου 
μετρά πλέον τις απώλειες στο ζύγι , 
με του ανεμοστρόβιλου τις ανάσες. 

Σ ένα βαγόνι του μετρό 
στο Παρίσι , στο Κάιρο και στην Αθήνα, 
θα μετράς τις αντοχές σου, 
προσθέτοντας εσύ ράγες στο ταξίδι της καρδιάς. 

Ζωή με νεροπίστολο, 
σημαδεύοντας το αόριστο της μέρας, 
φλερτάροντας ρόλους σε παιχνίδια της φαντασίας. 

Και ανάβεις ένα τσιγάρο , 
το δωμάτιο πάλι φουγάρο και καράβι η ψυχή, 
-σέρνεσαι από τη νύχτα όπως πλέκει το δίχτυ , 
με τα σενάρια του νου.

Βίος προαιώνιος, της πέτρας φλέβα , 
δέκα ζωές το κάρμα σου ανώνυμες ,
σ’ ένα κοχύλι του βουνού σε προφητεύουν. 
Στον Ελικώνα τον ελλέβορο 
θ’ αναζητάς με τα μάτια του Οιδίποδα.

Σε λένε Μαρία 
και μένεις στης προσμονής τα κρύα δωμάτια , 
σε λένε Αιθάυ 
σε λένε Μανώλη 
η νύχτα σε μεθάει 
στη μαγική, απόκρυφή σου πόλη.


 

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες