Σάββατο 21 Μαΐου 2011
Χρόνος Άχρονος

Άνεμοι σε αγόρευσαν παντός καιρoύ,
την  μοναξιά εκτίεις μονοφωνικά
σε βραχέα κύματα του λογισμού,
τέμνοντάς τα μέρα νύχτα
με των ακροάσεων τις διαβαθμίσεις
στο καθεστώς της συνήθειας δεν λογοδοτείς.

Άναψα το φώς
και τα ξύπνησα όλα μέσα μου.
Τους  έδωσα επιφωνημάτων ονόματα
όταν μου παρουσιάστηκαν
με μύχια ποδοβολητά.

Κράδαιναν ρομφαίες ανάσες
και επίορκων λυτρωμών τους αναστεναγμούς.
¨Κι αν αλυχτά η θλίψη μη φοβηθείς¨ μου είπε
¨Είναι δέσμια σε κάβο τρικυμίας
ποτέ δεν θα σαλπάρει,
εκεί παραδέρνει με αλυσίδα ανυπόστατη,
στη χλεύη της σιωπούν τα κύμβαλα της νύχτας
και ύστερα μέσα στα αλαλάζοντα
ξυπνήματα του δρόμου
μαζί με τους εργάτες,
φουμάρει τσιγάρο ακατέργαστης ελπίδας¨

Μετά κοιμήθηκα χορτάτος από επίγνωση.
Ρίχνει δίχτυ η μέρα
να τον σκλαβώσει όπως τον άνεμο,
καθώς πάλλεται σε ανεμοδούρα αυτεξούσιος
της κάνει σινιάλο
οι ιριδισμοί του μου πήρανε τα μάτια
καθώς ξεστόχησαν κάποιες φορές
στο πέταγμα τους κι έκλειναν συμφωνία
με τα θροΐσματα των φύλλων.
Μιλά την γλώσσα τους!
Καράβια ακυβέρνητα οι αυλές του
και πώς να πλευρίσει το φως
όταν  παραδέρνει στη σκόνη του σήμερα.
Η ορμή του όμως δεν φτάνει
να δαμάσει το πεπρωμένο
όπου θεμέλιο ρίζωσε βαθύ
ο νόστος στο βράχο,
αχαρτογράφητος στα μετόπισθεν
της αυτογνωσίας

Όλο φεύγει σε άλλα νοήματα.
Αμάθευτος προστρέχω μήπως τον εξιχνιάσω.
Δίκοπο το διάζωμα,
όπου με διέσχισαν οι μέρες της δίψας και του ελέους.
Ξεθύμανε το αδιάβατο και πέτρωσε το παρόν.

Πως ξεκινάς αναρρίχηση στο τίποτα
εκεί η ψυχή βγάζει μάτια
-         και τι να τα κάνεις άλλωστε –
με τους ψιθύρους της Σελήνης
το γυάλινο σύννεφο
αντικατοπτρίζει το φως με σκιώδη αινίγματα,
και η ψυχή συνυπάρχει στο παλίμψηστο της μέρας.
Στην ωχρότητα του πρωινού
ορκίστηκε να σε ξενιτέψει η επίγνωση Χρόνε

Αντερείσματα της θλίψης
τα δωμάτια σε εμβολίζουν
ωσάν αποικίες όπου κανείς δεν εξεγείρετε.
Τόσο συνετά μεγαλουργεί στους κατακτημένους,
‘όλο περιμένουν το ανεπανόρθωτο να τους συντρίψει.

Όμως την τύχη θάρρος θέλει
να την καταδώσεις,
σ΄ ένα αποτρόπαιο στιγμιότυπο
να την αποθανατίσεις ανύπαρκτη
και με φεγγάρι μισερό
στο ακροθαλάσσι να την πνίξεις
ως συμβολή στους ναυτιλλομένους.

Σπάει το φως σε κομμάτια
σφυρήλατης  αγωνίας
κι έπειτα τα θρυμματίζει με τα δάχτυλα
σε φωτοσκιάσεις μυστηρίων.
Μήτε που με πρόσεξε
καθώς ξεφύλλιζα το βλέμμα του.
Αχάτινα μάτια, χρησμός πικροδάφνης
σε παλίντροπο εκστασιασμό
θερίζουν  το αμάντευτο καθώς δραπετεύει
ύστερα στο μέγα στέγαστρο εποφθαλμιά
τις λεηλατημένες πέτρες
εκεί αποκοιμήθηκε ωχρός.

Άηχη φωνή ακολουθεί τ΄ απόκρυφα
και τα μαρτυρά με ονόματα ακυρωμένα
από το χυτήριο του νοτιά.
Ξυπνάει πάλι
με το ζωνάρι της αστραπής
τραβά τον άνεμο από το στόμα
θηρίο σε αρχαία σπηλιά
τα σκονισμένα του χρόνια
σβολιάζουν στη γλώσσα του
σαν αγκίστρια.

Ήμαρτον και πόσο ακόμη
Θα μιλά με τις συχνότητες των μυστηρίων;

Στρώνει κατάσαρκα τα θέλγητρα
και μόλις φέξει ξεδιπλώνεται
μπροστά στις νυσταγμένες επιγραφές άμεμπτος.
Καμία νύχτα δεν του πρόσθεσε σημάδι,
ακόρεστος τυχοδιώκτης των Εθνών,
σπαταλά ότι πέσει στην στιλπνότητα του
¨Όπως σιωπά¨  καλά το είπες.
Όταν φορούν τα βλέφαρα πανιά
τρυπούν τα μάτια τον καιρό
βλέποντας την επίπλαστη πλευρά του.
Τότε συνδράμει σε νυχτερινές υπερωρίες,
σκορπώντας νεροποντές εορτασμού
στα ξεραμένα χείλη.

Εκδόθηκαν σε ημερήσια αντίτυπα
οι σιωπές ευανάγνωστων επαναλήψεων του
κι απέκτησαν ερείσματα επάνω τους
και τα Σαββατοκύριακα .

Χωρίς να τον χάνω από το βλέμμα μου
τον παρατηρούσα στο πλήθος
να με αφουγκράζεται.
Σπαράζει δίψα άνυδρη
προσφέρεται  ως διάλειμμα στην επίγεια
αποθέωση.

 Περιουσία του κόσμου
και δικαίωμα να άρχει τις καρδιές μας.
Σε απαλλοτριώνω ώστε μόνο να σε υποθέτω,
με συμβολαιογράφο καιρό.
¨  Τι άλλο;  ¨
Του δωρίζεται και τον διαλαλεί η μέρα
με τα μάτια των άλλων
τα δικά της τα έκλεισε
εντός του.

Ζωγραφίζω με φλόγα και με στάχτη
καπνίζοντας το ταξίδι τους
μήπως και αναπνεύσει η νύχτα
επάρκεια ξανά, στο βάθος των λογισμών.
Στο ακρωτήρι με τις ροδιές
περιδιαβαίνει η μικρή ορφάνια
στο πέλαγος διαθλάται αποπλανημένη
από τους καθρέφτες των κυμάτων
και προσπορίζει αρμύρα
με τα επιβατηγά πλοία.

Το ανήκουστο τοπίο με κατατρώει
σε αλλεπάλληλες εκπυρσοκροτήσεις του νοήματος
κι η λύτρωση συνδράμει  
με συνενοχές την επικαρπία
της παράλειψης που όρισαν τα βήματα του.
Όλα επιδιώκουν να ορίσουν
το μεταβλητό από τα σημαίνοντα
στα περίχωρα δωμάτια της μνήμης,
από το ίδιο θνητό ρέον σώμα
αναγεννιούνται και πληθύνονται.
Ιδού πως στέργουν οι αποικίες
ημέρες να με αναχαιτίσουν στη λήθη τους
με λίγα ψήγματα συμπόνιας, Χρόνε μου Άχρονε

Τι περιμένεις τώρα;
Τι σε δένει με την εξώπορτα;
Την κρατάς σφιχτά
και ο φίλος σου ο βοριάς παλεύει χρόνια
να αρπάξει το πέταγμα σου.
Ποτέ δεν έμαθα πόσο ζυγίζει
η ματιά σου πάνω μου,
μήτε η ακόρεστη δίψα σου,
όλο  στραγγίζει υγρασία
από τους τοίχους και δεν σταματά
να με διαβρώνει ούτε τους θερινούς μήνες.
Ξεσκεπάζαμε το δωμάτιο
και ξεπορτίζαμε στον ουρανό
ψάχνοντας το δώμα της ελπίδας.

¨ Κράτησε μου ένα χαμόγελο
και δως΄ μου το όταν πεινάσω.
Η θάλασσα σκούριασε ακόμα
και το γέλιο μου ¨

Όλα τα παίρνει
‘όλα τα θέλει δικά του.
Σ΄ επίπλαστη συγκυρία ωρών
χρεώνει συνήθως ότι θέλει
στους προαποφασισμένους βίους.
Τι δικαιοσύνη κι αυτή
Ραδάμανθύ μου!
Με κούρασαν τα πολυσύχναστα φεγγάρια,
καμιά άλλη ιδέα έχεις για απόψε;
¨ Όχι; ¨
Έ τότε ας κοιμηθούμε στις αποστάσεις μας.
Μακάριοι οι αδιανόητοι
όπως  υπομένουν θητείες βίων.
Το έλλειμμα το πληρώνει
όπως πάντα η μεταμέλεια
το ανατέλλον όνειρο του συμβιβασμού
που το εμπεδώνει καθ΄ εκάστην βραδινή ώρα η απόγνωση.

¨Τα χωρικά μου ύδατα μέσα σε λιμανάκι¨
κι αυτά αν έχει πρόσφορο καιρό.
Δραπετεύουμε από κάπου
και ώσπου να το καταλάβουμε,
ο βρυχηθμός του συλλογισμού μας
προσκρούει οπουδήποτε
και μας ταξιδεύει με προνόμιο θηράματος
χωρίς διαπραγμάτευση.

Κάπου-κάπου συλλαβίζω το όνειρο
και τότε είναι που προφέρω το όνομα μου
χαμηλόφωνα μήπως κι ακούσω
τον αποδέκτη του. Σιωπή.
Η αντίφαση σου Χρόνε μας εμπλέκει
ανηφορίζω ασύμμετρα σε ήχους
χρωμάτων σ΄ ένα αντίρροπο
ιλιγγιώδη εαυτό κρατιέμαι,
με αόρατη συναρμογή μαζί του,
εποφθαλμιώ το νησί της Ουτοπίας.
Υπάρχει άραγε;
Ύστερα το ίδιο σκηνικό,
κατάθεση ανταπόκρισης στο τίποτα.

Θεέ του ασυνείδητου να ΄ρθεις
στο θάμπωμα του λόγου,
να σφυρίξεις –έστω ως συμπάσχων- το έλεος. Ξέρεις εσύ!
Πέρασα το λαβύρινθο που με πρόσταξες
και έσφαξα το βρέφος του Μινώταυρου
όταν ο Θησέας επίτηδες το άφησε να ζήσει.
Τώρα μ΄ ένα κέλυφος αυτογνωσίας απόμεινα.
Ανυψώνομαι στο έρεβος
μέχρι να συναντήσω το στατικό φως,
δεν έχει ίσκιο το κίτρινο δέντρο,
μόνο μια αντιπαροχή χρόνου
ως την άλλη άνοιξη
ως τον άλλο θάνατο.

Ανεξήγητος έρχεσαι Χρόνε μου
σε ονειρεύτηκαν στα βάθη τους
η επιφάνεια και ο δρόμος,
παφλάζεις εκμυθευτικά
περικλείεσαι με γρίφους
τα κύματα σου της ψυχής μου οι αναταράξεις,
με κατευθύνουν στους φεγγίτες των ονείρων
με τα σπασμένα ερωτότροπα μαχαίρια.

Πεινάσαμε στις εκβολές σου μαζεύοντας λάσπη
η φωνή στο λιοπύρι ρόζιασε
τα πήλινα τα χρόνια μας.
Σε ψάχνω στην έρημο του βέβηλου
στις άδειες φιάλες αναψυκτικών ωρών
μήπως και εμφανιστείς από δίψα εγκόσμια.
Μετανάστευσα
στο γυάλινο βουνό σου
σε μύρωνα αναμνήσεις να στοιχειώνεις
σε αφετηρίες απροσδόκητες
και σε ρυθμό κατολίσθησης
στο φέγγος των υποσχέσεων.

Λαμπερό πρόσωπο λικνίζεσαι
σε γλυκόριζες παρυφές οφθαλμαπάτης.
Με το θυμίαμα της λήθης σου
αναπνέει το ιερό ακρογιάλι.
Δωρίζει θρόνους αμνών
σε  όχλους από υποτακτικούς μαντατοφόρους.
Τα ξεραμένα φύκια συνδράμουν τη νοσταλγία
τρέχοντας πάνω στα εκμαγεία της άμμου.
Με την αφθονία της δίψας μου
επέκτεινες το δρόμο, όπου μ΄ έφερε ως εδώ.

Με της ήβης το κλωνάρι
θέλησα να απλωθώ στο πέλαγος
κι έριξα άγκυρα
αιώνες πριν.
Ξεστράτισα σε θεάσεις αμμόλοφων
που σκορπούσαν εικασίες.
Περσίδες τα κύματα με αυλακώνουν
σε παράλληλους μοναξιάς.
Τόσα τεκμήρια αγοριών και κοριτσιών
προσπερνάνε οι θαμώνες αέρηδες του ήλιου,
ενώ ο χυμός τους γίνεται λεία της ταπεινότητας
ώστε να τον κλέβει η κλεψύδρα του δειλινού.

Αμάθευτη στείρα εκδρομή
σε βγάζουν στο σφυρί οι νοτιάδες.
Πίσω από τις συστάδες  του πράσινου
συνοψίζεται το τοπίο με τα βιαστικά περάσματα των γλάρων.
Το άκουσμα της σιωπής σου Χρόνε πικρό,
συνουσιάζεται λαίμαργα με τη δίψα.
Νίβονται με φλόγες οι ακροατές,
σε νοτισμένα ένστικτα αναδεύεται η μορφή σου

Τα αμμολούλουδα αναλαμβάνουν το χρέος
να σχηματίσουν μαιάνδρους απάτητου έρωτα
με τους αγάπανθους,
επαναφέροντας τους δρόμους
στο σημείο της ονειροπόλησης.
Αυτεξούσιος ποταμός ο χρόνος σου Χρόνε μου
μετρούσες τον αυλόγυρο της λησμονιάς.
Παραδίπλα της υπομονής σταθμός μεταναστευτικός
επιβιβάζει τις άπραγες επιθυμίες,
εκεί σε προσπερνάνε τα πρωινά
με τους ηλεκτρισμένους πολίτες

Το ιδανικό αγκαζέ με το άδικο μεταμφιέζονται
σε συνεντεύξεις του εφήμερου.
Η περίσκεψη σε κατ΄ οίκον περιορισμό
βραχυκύκλωνε όσο την εντόπιζαν
τα μηνύματα της συνθηκολόγησης
Το πρωθύστερο της επιστροφής σου
δειλά-δειλά επικαλείται θυμίζοντας
την ασβεστωμένη μέρα
με τους νερόλακκους των αντικατοπτρισμών.

Η κατάμεστη ανηφόρα βαραίνει
με  τις μυλόπετρες αναπνοές
γλιστρώντας κάθε τόσο
σε χαλίκια προσωπικών κατεδαφίσεων,
σαν να μας ακούνε τα ίχνη των βημάτων μας.
Σε μια χούφτα λάσπης φυτέψαμε το ανέλπιστο
εκεί  μεγάλωνε το δέντρο της αγάπης
κι έγινε ανθεκτικότερο από  την καταιγίδα.
Ο κόσμος ευδοκιμεί κοντά σου΄ μη φυλάγεσαι,
η εξορία φτωχαίνει όταν επιστρέφεις.
Τίναξα τη ζύμη των άστρων από τα χέρια μου
στο άνοιγμα του δρόμου,
τα νυχτοπούλια πρόσμεναν το μερτικό τους.

Ρίπιζε τους τοίχους
σαν  να ξόρκιζε το κακό
με τα μάτια της εκστρατείας.
¨ Να βρεις ένα σκοπό να συντελέσεις ¨
Μου είπε, ποιος τον άκουσε!
Η χνωτισμένη λαδομπογιά
σχημάτιζε τ΄ αμίλητα μου χρόνια
τώρα πια μ΄ έχουν εξορίσει από τις σελίδες τους.

Ταξίδευα κάποτε στα νερά τους
πλένοντας τα ασπρόρουχα μερόνυχτα.
Ξενυχτούσα πλέκοντας θάλασσες
χιλιόμετρα με την κλωστή της Αριάδνης
και το ασημένιο βελονάκι των συλλογισμών
διέσχιζα το γείσωμα του ουρανού
αποζητώντας την γαλήνη
σε σπάταλο δρομολόγιο,
εκεί κάποτε διάβαινε η πληρότητα
δίχως αντίτιμο.
Έμαθα από παιδί να κλέβω τη ζωή
και  η ποινή της ήταν θαρρώ να με ξορίσει μέσα της.

Οι Σειληνοί της νύχτας
χτίζουν το περιστύλιο απόρθητο της  επίγνωσης.
Αθέατοι σ΄ ένα καραβάκι από σπίρτα
που χρόνια τώρα έχει αράξει
στην επιτραπέζια περιπλάνηση του δωματίου
έτοιμο να πυρποληθεί με το επίπλαστο της μέρας.
Κάθε τόσο ξεφορτώνει αποτσίγαρα βράδια
και σε φεγγάρια πολυσύχναστα αναχωρεί.
Μην αποσύρεις ποτέ
την ξεχαρβαλωμένη εξώπορτα
της επαφής μας,
από τις φλέβες τις σκουριάς θα επιστρέφεις ξανά και ξανά

Με την κόκκινη σκόνη του λίβα
θα λασπώνω τα βήματα της ανάμνησης,
να βρίσκει τα σημάδια ο γυρισμός σου Χρόνε μου
Στο τέμενος σου επιβαίνω
ως  μικρή συνδρομή σ΄ εκείνο που σπάταλα ξόδεψα.
Είμαι σε επίτοκο έννοια συντελεσμένος,
μια σύνοψη εκπρόθεσμη που άργησε την αναχώρηση της.
Γι΄ αυτό φτιάξε μου ένα σημάδι
πως κάποτε υπήρξα -έστω υπεράριθμος- στη συμβατή μέρα σου.
Άσε τον αέρα να χτίσει επάνω μου
εδάφια αντίδωρα
με χρησμούς διονυσιακούς,
μήπως ευοδώσουν όλα ετούτα με τα οποία
υπάρχουμε.

Με άσπιλα ξίφη έψαχνα θήκες φωνές
πριν το άδικο διψάσει.
Μυροβόλα τα βράδια σου
πως διαβατός όσο και αν πίστευα δεν είσαι

Σε ποιάς χαραυγής σελίδα να σε καταγράψω,
επίκτητη απουσία μου.
Ένας κρότος απόμεινε
Και σ΄ αυτόν να ελπίζουμε στο βαθύ μας ύπνο,
σαν ποταμόπλοιου σφύριγμα στο μεγάλο ταξίδι.
Θα σε ανταμώσω εκεί
όπου  τα κύματα καταγράφουν
τους λογαριασμούς της θάλασσας.

Έρχεσαι με κείνο το παλίμψηστο αποτύπωμα στο μέτωπο
ράβδοι ήλιου σε αυλακώνουν
σαν λαξεμένες διαδρομές.
Ήταν μικρό το ταξίδι μας στα ουράνια αναψυχής.
Έφτανε μόνο να δίνει λίγη προθεσμία ακόμα στ΄ όνειρο.
Φεύγεις περιβεβλημένος με οικόσημο ενιαυτό
πως είναι να πορεύεσαι έξω καιρού
χωρίς  να επαληθεύεις την αντίπερα σου όχθη.
Απλώνεις σιγά-σιγά και αμίλητα το πεπρωμένο.

Οδεύουμε στο μέγα θαύμα
ποτέ όμως
δεν ξεχείλισε σε πλημμυρίδα της ψυχής
και να μας πνίξει.
Τόσες επιδρομές ευτυχίας
και μονάχα η σκόνη απόμεινε
να κατακάθεται στα φύλλα της σκιάς
ώστε να θυμίζει τα αχνάρια της
μέχρι η βροχή να τα προσπορίσει ξανά και ξανά
στις εκχερσώσεις των ειδώλων.

Ίσως κάποιος άλλος ηλιοδίφης
θα ανακοινώσει τα βήματα σου, σε επιτύμβιες αναφορές.
Από πρωτάνθιστο καρπό της πλάνης
πίνει χυμό το ελαύνον
συναιρεί σε πρόθεμα δύσβατης επαφής.
Και να λογίζεσαι μου είπε:
¨ Πηλοφόρος είσαι σε κτίσμα μεταβατικό’
αφουγκράζεσαι άραγε το οξυγόνο που σε υπομένει; ¨
¨ Ποιος ρώτησε; ¨

Χάθηκε στον αέρα.
Και είδαν τα μάτια της εσπέρας
λευκές φάλαινες να ίπτανται με ασημένια φτερά
και με πόδια λιονταριού γράπωναν τον ήλιο.
Διονυσιακές άμαξες έσερναν,
σε  μια αέρινη συνύπαρξη
από πετροτριλίδες, γλαρόνια, κοκκινοσκέληδες
χαλκόκοτες και χελιδόνια.
Τα γείσα τους σχημάτιζαν
κορμοράνοι, καλαμόκιρκοι, φοινικόπτερα
και αλλόκοτες διασταυρώσεις πουλιών
με ταξιανθίες αστραπών.

Ολβίες φωτεινότητες
με χιτώνες πολύχρωμων ανέμων
τρεμόπαιζαν στη δίνη αυτόφυτων αντικατοπτρισμών.
Το παλίντροπο του ονείρου
στοίχειωνε τον ουρανό
καταιγίδα μετεωρισμών
σε ψηφιδωτό όπου σχημάτιζε το τυχαίο.

Φτερωτοί ελέφαντες
συνοδοιπορούσαν με αναβάτες κατάλευκους αετούς
αρματωμένους με ασπίδες αλεξικέραυνες,
κρατώντας κηρύκεια στο ράμφος τους
με ολολύζοντα διαμαντένια φίδια
καθώς πετούσαν πάνω από σύννεφα  ηλεκτροφόρα.
Σκυλιά με πύρινες γλώσσες
αλυχτούσαν ωσάν τελώνια,
τα ανέθρεψε η Περσεφόνη σε περιστύλιο του Άδη.
Ρήγματα ουρανού κατρακυλούσαν
και χύνονταν  παράλληλα του εδάφους
ως θάλασσα σε αντίβαρη φορά.

Το κελάηδισμα των πουλιών
ως σύμμαχοι αγγελιοφόροι ψυχοπομποί
διέκοψαν την ύβρη της επουράνιας ιχνηλασίας μου
αναστέλλοντας με τις φωνές τους
τις ακρώρειες αλληγορίες του τοπίου.

Τράβηξα το κεντρί της σφήκας
μ΄ ένα ξυλαράκι κι ο πόνος μου
φτερούγησε για να βρει άλλο θήραμα.
Τράβηξα την θλίψη
να την αποσπάσω από πάνω μου
κι έσυρε ολόκληρη την ύπαρξη μου, Χρόνε Άχρονε!
Πέμπτη 5 Μαΐου 2011
Μυστικό Ημερολόγιο

Πυρανθείς άγγελοι πήραν φόρα: έτσι
με το λευκό της χτένι η ταπεινότης
δεν σου αποστέρησε ποτέ το μυροβόλο της δάκρυ,
Σε τόσο κάλλος, πώς να μη ρέει το μαχαίρι


Καταγής. Όλο ψάχνει με την φωνή να φυτέψει
δύο λέξεις για να θάλλει η αντίπερα μέρα
Εδώ χάμω πλέουν τα νησιά που σου ΄κλεψαν
                                                    τόσα χρόνια.


Πάλι αλλού μισεύει το απροσπέλαστο
και επιστρέφει για σένα οπλισμένο
Και πρέπον είναι να συνάψεις εκδοχές
στα ενδότερα της λευκότητας. Εκεί
που σ΄ αναρπάζει το φωτεινό
περβάζι με τις φλόγες, βασιλικού
που σκόρπισε τους σπόρους στα ταξίδια
                                    (του κήπου σου)

Στα ρείθρα γλίστρησαν τη χαραυγή
καινούργιοι φθόγγοι

Πρώτης σοδειάς ευφωνία, συνήθεια
να ξοδεύεις το δρομολόγιο
Κι όλο λες ας γινόταν να φύγω απ΄ όλους και απ΄ όλα,
σ΄ έμαθε όμως το επίκαιρο, και ο καθρέφτης
                                                      και ο χάρτης
Ανυπότακτο κέδρο πελεκούσες ρίχνοντας
καταπάνω μου όλα τα φώτα του βίου
Βιομηχανική ζώνη το σπίτι και ο δρόμος δυσμάς σου
αχαρτογράφητο σώμα με τύψεις
Μη με κρατήσεις μη μάθεις για μένα
Γύρισε πάλι το βλέμμα στην απόσταση
ξέρω καλά να εκτίω
                               την μορφή σου

Γεύτηκα το αργά και ό,τι άλλο μου έκρυψαν
κάτω από τους πυλώνες του βοριά. Τώρα ξέρω:
δεν ήσουν εσύ είχες κλέψει το όνομα
μιας άλλης υπόσχεσης.

Ας γίνει έτσι και η πτώση οφειλή.
Τόσους μήνες στην προκυμαία υποδύθηκα
ένα ψέμμα (του νόστου), μεγαλοσύνη
το έντυσα και τώρα,
με προσπερνάει μέσα στην νύχτα
αλαφροΐσκιωτο.

Η ζωή επικαλείται αγγελτήρια ενοικίων:
μόνο οι τοίχοι το ξέρουν που κρατάνε τη θέα
Δεν υπάρχω πια, νύχτα.

    Με λένε Μαρίνο αλλά αν είχα γεννηθεί στην Αίγυπτο μπορεί να με λέγανε Μοχάμεντ
    Ξέρετε ότι στον μουσουλμανισμό δεν υπάρχουν είδωλα και αυτό είναι κάτι που με συναρπάζει και με οδηγεί απευθείας στην αναζήτηση του Θεού χωρίς εμπόδια. Ακόμα παραμένω ένας αγνωστικιστής, και σ΄ αυτό συνέβαλαν πολλά αλλά πρωτίστως  η Λιλή Ζωγράφου με την ¨ Αντιγνώση ¨ (Τα δεκανίκια του Καπιταλισμού). Ήταν μια μεγάλη ανατροπή στη ζωή μου. Τώρα θα με ρωτήσετε τι τα θέλεις όλα αυτά;
    Όμως αυτά και άλλα με συνδημιούργησαν ώστε να γίνω αυτό που είμαι σήμερα και να εκτίθεμαι σαν δημιουργός στο Λόγο και στην Μουσική που υπηρετώ και με έχουν διαμορφώσει ως πρόσωπο.
    Εκείνοι που με επηρέασαν επίσης ήταν ο Επίκουρος, ο Κάφκα στη ¨ Δίκη ¨, ο Μάρτιν Χαΐντεγγερ στο ¨ Είναι και χρόνος ¨, ο Καβάφης με τα ποιήματα του, ο Γ. Γραμματικάκης  ¨Στην κόμη της Βερενίκης¨, ο Ευγένιος Αρανίτσης με τα βιβλία του και τα ¨Παράδοξα¨ της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής και ο φίλος μου Θάνος Πυργαρούσης μυημένος  εξερευνητής στην αναζήτηση της αλήθειας
    Αρκετά χρόνια ένιωθα ότι με αποπροσανατόλιζαν αλλά  στην ουσία με μια αόρατη γομολάστιχα έσβηναν όλους τους εύκολους δρόμους της ζωής μου σαν να ήταν γραμμές που ήξερα να τους περπατώ με ελάχιστους μικροτραυματισμούς. Τους δρόμους του συλλογικού ασυνείδητου του ατομικισμού και της κατανάλωσης, ευτυχώς νιώθω να έχω κάνει αρκετή πρόοδο σ΄ αυτή την παράμετρο της ζωής μου.
    Η ατραπός όμως τελειώνει με το τέλος της ύπαρξης μας γι όποιον φυσικά αποφασίζει να συγκρουστεί πρωτίστως με τον εαυτό του και τις συνήθειες του, τα άλλα είναι απλώς δικαιολογίες, απλοί κομπάρσοι σε μια καθημερινή παράσταση της διεκπεραίωσης του χρόνου μας
    Όσο για την τραγουδιστική μου πλευρά ίσως εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα ότι όλη σχεδόν η Ελλάδα τραγουδά. Απλώς εγώ καθόμουν τραγουδώντας κάτω από ένα στύλο της ΔΕΗ  που φώτιζε μερικά τετραγωνικά ύπαρξης στην οδό Τύχης και Ματαιοδοξίας και έτυχε να με προσέξουν κάποιοι περαστικοί. Μεταξύ τους ήταν και κάποιοι σπουδαίοι δημιουργοί του τραγουδιού και μου έδωσαν μερικές ώρες ή μέρες δημοσιότητας και πρέπει να τους ευχαριστήσω γι αυτό.
   Μετά όμως κατάλαβα την παγίδα στο είναι μου.
   Όσο για την καταγωγή μου γεννήθηκα στην Κρήτη και την δεύτερη φορά στο Ασσουάν στην έρημο ψάχνοντας κάτι βαθύτερο που ίσως κάποτε το ανακαλύψω.
   Καταλάβατε πιστεύω ότι θέλω να γίνω ένας πολίτης του κόσμου χωρίς σύνορα, πατρίδες και εμπόδια, πολίτης μιας πατρίδας που λέγεται ¨ΓΗ¨. Εύχομαι να τα καταφέρω κάποτε…..

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες