Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012


Αιθάυ
 «η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή 
σαν ένας πένθιμος βωμός 
εγκατεστημένος στο δωμάτιο χρόνια 
-μία φωτιά που δεν ζεσταίνει , 
μόνο φωτίζει αχνά. . . » 

απόσπασμα 
«Επαληθεύοντας τη νύχτα » 
του Δημήτρη Αγγελή.
Το ταβάνι στο δωμάτιο φωτίζει 
σαν μια οθόνη 
και το κρασί στο ποτήρι 
έχει τρικυμία με πρόσμιξη κακοκαιρίας. 

Μ’ ένα ακόμα πυροτέχνημα απόλαυσης
κι άλλο ψέμα φανερώνει στην τελευταία γουλιά.
Με ασπρόμαυρη κίνηση 
ακροάζεσαι στο πανί του χρόνου
 και με συντεταγμένο βήμα 
έχεις όνομα, εκείνος , αυτός , ο άλλος κι ο επόμενος
- ένα σύννεφο γίνεσαι , 
σβήνεις μ’ ένα φύσημα 
κι όλα εκείνα που σε μάγεψαν,
στο ίσως και στο αύριο σε φυλακίζουν-
με το θειάφι του χρόνου.

Όλα θόρυβος κι αναμονή , 
φωτογραφία της στιγμής που βγήκες , 
στο φως , για μια στιγμή
και μετά μ’ ένα τριγμό στην απόσταση του χρόνου θα μακραίνεις.

Δεν το ονόμασες το ταξίδι , 
δεν το ξέρεις , 
κύκλους ανοίγεις και κλείνεις ,
 η λησμονιά στέκεται περήφανα πλάι σου,
 - άφωνη και δεν το συνηθίζει - 
εσύ την υπακούς, 
είναι η δικαιοσύνη επί του τέλους. 

Κάθε πόρτα έχει και την πρόκα της καθώς κλείνει 
–τα εξαπτέρυγα καρφιά τα φυλάς στο προσκεφάλι σου , 
είναι τα φυλακτά στον παραβάτη ύπνο σου 
καθώς κραυγάζεις άφωνος τις προδοσίες του εσατζή της αναψυχής 
–αμείλικτος όπως τον συναντάς στη βόλτα σου
ωσάν άγγελο σηματωρό ,
ζητώντας του φωτιά 
και συ γίνεσαι παρανάλωμα του πυρός 
γιατί έτσι έμαθες,
ν ‘ αυτομολείς στον εχθρό σου
–πυρομανής στον ίδιο σου τον εαυτό. 

Βλέπεις , χωρίς να βλέπεις , 
στα χέρια του τα τριάκοντα αργύρια 
και το σώμα του ένα καράβι, 
έτοιμο να σαλπάρει, 
με ανοιχτή ημερομηνία εισιτήριο. 

Τρέχεις στην κουζίνα για να πάρεις το μαχαίρι, 
θέλεις να καρφώσεις το δικό του χνάρι
κι όλο το αναβάλλεις 
ενώ ξέρεις που κρύβεται και μέρα μεσημέρι. 

Εσύ στου κόσμου τα μεσάνυχτα , 
έχεις τα μάτια σου στου τοίχου τις σκιές, 
όπου οι νταήδες και οι κουρσάροι των ωρών , σε περιγελούν. 

Με τον Οδυσσέα σου απομαγεύεις
και συνάμα ξαναμαγεύεις τον κόσμο 
μ’ ένα μονόλογο σύμπραξης σε νησί της ουτοπίας ,
η οδύσσειά σου γεμίζει σελίδες αδιάβαστες.
Κάποτε θα σε ιστορούν 
με το ψευδώνυμο ο περαστικός,
στο γύρισμα ενός πλάνου 
μιας βάρβαρης επίθεσης στον εαυτό σου.

Εκλιπαρείς 
ελπίζοντας να βρεις την είσοδο της ανώνυμης πόλης
ωσάν ικέτης στη γραφειοκρατία των τυράννων σου. 
Το καταβλητέο χρέος , ή τέλος για τον κάθε άνθρωπο θα εξοφλείται ούτως ή άλλως.

Η ενοχή κυβερνά υπόγεια τα πάντα , 
αυτή είναι το κρυφό κλειδί της συμπεριφοράς σου. 
Στο βαθύ τραγέλαφο της μοναξιάς,
η σιωπή είναι πιο κοντά σου από τον άνθρωπο.
Η εικόνα σου , 
το τρομαχτικό όνειρο που δεν αντέχεις στο πρωϊνό σου ξύπνημα. 
Δεν είναι εξομολόγηση 
αλλά η μεταμόρφωσή σου 
στην απόγνωση που σε διαπερνά 
και σε απογυμνώνει στο υποσυνείδητό σου. 

Όταν ξέρεις ό, τι είσαι ένα καλειδοσκοπικό ανταλλάξιμο είδωλο.
Εσύ είσαι o χρόνος 
και πρέπει συνεχώς να το αποδεικνύεις , 
ως μονάδα επαλήθευσης , 
είσαι δηλαδή το είναι του χρόνου, 
άρα δεν είσαι εσύ
ή είσαι εσύ ως πρώτο ένστιχτο; 

Τα όνειρά σου αταξίδευτα 
σε πλοίο παροπλισμένο ,
με βροχή από φώσφορο η νύχτα τα παρωδεί κρυφίως 
καθώς το κυματόφραχτο βλέμμα σου 
μετρά πλέον τις απώλειες στο ζύγι , 
με του ανεμοστρόβιλου τις ανάσες. 

Σ ένα βαγόνι του μετρό 
στο Παρίσι , στο Κάιρο και στην Αθήνα, 
θα μετράς τις αντοχές σου, 
προσθέτοντας εσύ ράγες στο ταξίδι της καρδιάς. 

Ζωή με νεροπίστολο, 
σημαδεύοντας το αόριστο της μέρας, 
φλερτάροντας ρόλους σε παιχνίδια της φαντασίας. 

Και ανάβεις ένα τσιγάρο , 
το δωμάτιο πάλι φουγάρο και καράβι η ψυχή, 
-σέρνεσαι από τη νύχτα όπως πλέκει το δίχτυ , 
με τα σενάρια του νου.

Βίος προαιώνιος, της πέτρας φλέβα , 
δέκα ζωές το κάρμα σου ανώνυμες ,
σ’ ένα κοχύλι του βουνού σε προφητεύουν. 
Στον Ελικώνα τον ελλέβορο 
θ’ αναζητάς με τα μάτια του Οιδίποδα.

Σε λένε Μαρία 
και μένεις στης προσμονής τα κρύα δωμάτια , 
σε λένε Αιθάυ 
σε λένε Μανώλη 
η νύχτα σε μεθάει 
στη μαγική, απόκρυφή σου πόλη.


 

0 σχόλια:

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες