Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011
Επί σκηνής κι επί του βίου


Φωτογραφία Βασίλης Γόνης
Γεννά ήχους στις μετώπες του ονείρου
και των εκστασιασμών ανάγλυφους μυώνες.
Ζωφόροι βλεμμάτων στολίζουν τη σκηνή,
με ανελκύοντα ανάκτορα φωτός και υπερώιος ρυθμός
ανυψώνει τόσες αναπνοές ζευγάρια,
που ανηφορίζουν στο αυτόνομο ταξίδι τους.
Ο ήχος απέπλευσε φορτωμένος
αστεροδείκτες ροδοζύμωτους, οι λιγοψυχίες εξανεμίζονται.
Υποστέλλεται το περιχαρακωμένο
δρομολόγιο της μέρας, σκορπώντας
τα σκιώδη αγγέλματα των αριθμών, όσο
η μέριμνα αφήνεται στην περισυλλογή,
σε έγχορδα ιμερτά μάτια όπως
λικνίζονται με βήματα πυροφόρα.
Να τα καλαφατίσουμε, είναι γερά σκαριά και ποιος ξέρει, ίσως ελλιμενιστούν στο μεγάλο προβολέα και με ηλεκτροπληξία μαντείας αρμενίσουν σε ομόρριζους  δρόμους των παθών μας.
Όμως ας αποτρέψουμε μαζί τις ατραπούς που η πόλη
μας  στοιχειώνει με την εκκωφαντική της μοναξιάς
επικράτεια και αυτεπάγγελτα να την εξορίσουμε.
Ακροβατεί, όπως το φώς λαξεύει τον έρωτα, την
τρικυμία όμως συλλαβίζει καθώς την αγνοεί και επεκτείνεται
προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κενού που μας ακολουθεί
κάποτε, κοίτα κάτι όμως πλανιέται μέσα του.
Ξυπνά την χάρη σου γλυκόπνοη Σειρήνα με
Το συμπόσιο των ήχων τους αμύητους ταξιδευτές
με  το θαύμα να μεθύσει,
κιόντας κανείς ποτέ δεν σε συνάντησε
μόνο η οδύσσεια του καθενός μας
σε κυνηγάει, δέξου τη ξυπόλητη αμφιλύκη
μόνη να σου χορέψει ως αυλητρίδα του άδη
το απόκοσμο της αυτογνωσίας μας
Δεν είναι οι ερινύες, είναι το σώμα,
η άγονη όψη του με τις μαρτυρίες των πειρατών
της  ψυχής μας.
Οψιδιανού άυλα πρόσωπα, όσα επιχορηγούν
ασθμαίνουν κι αναπλάθονται με τα εύχρηστα υλικά
της συνήθειας, όπως τα αντιμάχεται η νύχτα και
βγάζει απέλπιδα φωνή σέρνοντας όλα τ΄ αργόσυρτα τους
χρόνια, σπάταλα που σώρεψαν τα ματαιωμένα, τα λόγια
που πέταξαν στα ρείθρα οι άνεμοι.
Μήτε που λογαριάζει το τίμημα αυτής του
της  προσπάθειας, παλεύει το σχοινί της προσμονής,
βάρος επίπλαστο θα πεις και πως η ψυχή
να μη το επιμεριστεί που κρυφακούει τα πάθη
τα παλίντροπα ώσπου η ατμόσφαιρα θρηνήσει
με αλυσόδετες σχέσεις μαζί του με εισιτήρια
τ΄ ουρανού ακυρωμένα.
Έστω για λίγο πάλι να τους συγκολλήσει φτερά
κιας  είναι με νερομπογιές σε χαρτόνι, ανεμισμένα
πολύχρωμα όμως να γίνουν με το κρασί και το ξενόφερτο
το δρόμο του άλλου να μοιραστούν ξέροντας οι ίδιοι ό,τι 
το μόνο αληθινό απόκτημα, το κουβαλά ο βίος μέχρι το
τέλος είναι η σύμβαση του τέλους.
Αυτός ο δρόμος ολάνθιστος δικός του δημοφιλής
στην αχερουσία λίμνη εγκώμιο όπως απασφαλίζει 
τ΄ αδιέξοδα σήματα των δρόμων μας, που μόνο
κύκλους κάνουν οι πεζοπορίες τα βράδια μας.
Να εξοστρακίσει τη φωνή σε άδυτα μονοπάτια
και να περιμαζεύει τη γαλήνη λόγο το λόγο.
Θέλει η σκηνή αλχιμιστή μάγο τρανό πριν του
τελειώσει το διάστημα της αναπνοής του
με μια δεινότητα αντάξια του μύθου, να στήνει
ξόβεργες φωτεινού ανέμου, να εκδράμουν
οι ψυχές πυρπολημένες στο ανεπίγνωστο το ύψος
που τους αρμόζει.
Με σερπαντίνες ανάσες του νυχτερινού βίου
να ρέουν σε χείλη της αλισάχνης σε κοινόβια
ωράρια αγγέλων.
Ολόκληρη η σύναξη ν΄ ανηφορίζει σ΄ ένα καταυλισμό,
ιπτάμενο νησί που σήκωσαν τα άδυτα της θάλασσας με
όλα ετούτα που συνοψίζουν τους μυχούς των
συνταξιδιωτών μας.
Βουτηχτής της λησμοσύνης, σαλπιγκτής του επουράνιου,
αδημονεί  ν΄ ακομπανιάρει τα επισφαλή του κόσμου,
να τα υποστυλώσει, τις ερινύες όσο προσπαθεί
να εξημερώσει, να χιμήξει καταπάνω τους
με επίφαση μεταλλικού βίου ηχοχρωμάτων.
Κάνει εξαγνισμό ώρες πολλές πριν βαφτηστεί στο φως,
όπως  καταπίνει τον οίστρο αμάσητο
και συγκαλεί απαρτία αισθήσεων.
Με εγκράτεια στις σκέψεις, γίνετε μονόδρομος
στη σκηνή, τη νύχτα την αντίζηλο με στίχους
μουσικούς να επενδύσει, άσμα αμάχων του έρωτα
να συνοδεύσει στων άστρων το λαμπύρισμα.
Σε κολυμπήθρα αόρατη στης σιωπής την κάμαρα
λούζει το  ανεκπλήρωτο της προσμονής.
Αφήνει μουσικές συλλαβές ψιθύρους
ν΄ακούσει τη φωνή του, τις αμυχές της τυχόν
σιγά σιγά να επουλώσει.
Κακό όνομα έχει η νύχτα και της διαμαρτύρεται
που  το ημερολόγιο της με φιλαυτία επιδεικνύει.
Όμως το κάθε βράδυ βάρδια ορίων φέρνει
όπως νίκη ή ήττα επιφυλάσσει ανεπίγραφη.
Με τους δεσμούς του πόθου δέθηκε, δίνει τόνο
το βόρειο Σέλας, σταθερά, συνδράμει στο
ξεπόρτισμα της θλίψης κι έπειτα φορώντας το
λευκό του κύκνου, αλώβητος με το ημιτόνιο
να τρίζει τα θεμέλια του σώματος.
Νεροκράτης δακρύων όπως σείεται στο κύτταρο
τ΄ αρχέγονο που σμιλεύει τις χορδές με το νετρόνιο
και το πρωτόνιο του ανέμου,  σωρεύοντας υπενθυμίσεις
πηλοπλάστη θαυματοποιού.
Αθανασίας μονοπάτι έργει τα παλίμψηστα
της νυχτωδίας  στην περιδίνηση του λεπτοδείκτη
αναδύοντας όλα τ΄ ανεξερεύνητα του.
Παρηγορητής και ζωοδότης με το χέρι των συχνοτήτων
να  ραίνει το άπλετο της επιφοίτησης  πέλαγος
όσο τον ενσταλάζει με την άγρυπνη έμπνευση.
Θαρρείς αιώνες τον συντάσσει να την κυνηγά
ωσάν το χρυσόμαλλο δέρας ή το στάχι το χρυσόριζο
όπου πρέπει σε μύρια μυριάδων να το απαθανατίσει
σε νότες και να το θερίσει.
Συνεύρεση σε κυλιόμενο κάτοπτρο φωταγωγημένο
περιρρέει το θάμπωμα των ηχοχρωμάτων.
Εισπράττει δέος η αφήγηση του χώρου
καθώς με αποχρώσεις επίγνωσης κατρακυλά
εικονογραφημένη με το κρυστάλλινο βηματισμό
του Μελωδού της οικουμένης και με τη
λακωνική αίσθηση της πράξης, πάνω
στο μαύρο φως της σκηνής που βρυχάται μέσα
στη σιωπή της και αφουγκράζεται την έναρξη
της λήθης – αλήθειας της.
Σπινθηροβολά  η απέριττη άρθρωση
της κίνησης του μέσα στη ρέμβη των ηχείων.
Έκθετο απόθεμα μοιράζονται τα ενσύρματα τους
μάτια. Αμείλικτος ο χρόνος τον φυλακίζει
σε σχήματα χρωμάτων του ασυνείδητου του που
κάθε τόσο πρέπει να δραπετεύει αλώβητος,
χωρίς ούτε ψήγματα να σκιάζουν το είδωλο του
από τη φθορά του χρόνου και την ύλη των
κυττάρων του, εκείνο που ωχρό μετατοπίζει
ο ήχος, υπήνεμο να αιωρείται σε όλες τις
αισθήσεις των θαμώνων του ονείρου.
Κι όταν τη στάχτη του το χειροκρότημα σηκώσει,
ρουφώντας  την ο ουρανός από τα μεταλλικά
στόματα του αέρα, θ΄ έχει δοξάσει το έσχατο της
προσφοράς και της θυσίας του.
Το σταμάτημα του χρόνου, φυσικό μέσα στη σχάση
του, μια χαραμάδα έστω αθανασίας να φωτίζει
το ανεπίγνωστο του αγνώστου στη μήτρα
της αέναης επιστροφής στον ανέγγιχτο χώρο
της μετάθεσης στο όνειρο χωρίς το θόρυβο
της θλίψης και του πόνου για ότι χάθηκε.

Για την απώλεια ακόμα μιας ημέρας
από  το χρόνο των θνητών.



Στον αείμνηστο Μάνο Χατζιδάκι




  

2 σχόλια:

Geove είπε...

Από τα ωραιότερά σου ποιήματα είναι αυτό το "άσμα αμάχων του έρωτα..." και δεν φτάνουν μέρες και νύχτες να το μελετά κανείς και πάλι να βρίσκει νήματα δικά του στερεωμένα στις λέξεις σου...

Ανώνυμος είπε...

αν ζουσε σιγουρα θα ηθελε να σε γνωρισει

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες