Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ
                                      στον ανώνυμο φίλο

Δώσε μου αντίστιξηs πνοή
μητριά μου
Αμφιλύκη να πράττω
σύζευξη τηs καμπυλότηταs
του εδωνά είναι με το συνείναι,
να ισοζυγίζω το άπειρο
να γίνει η σκιά μου
κιόταν δηώ το όνειρο
κανείs να μη με βλέπει,
να λέω στουs απότακτουs πωs τάχα δεν υπάρχει
και σε απόκληρουs τηs γηs
να μη το υπολήπτονται
γιατί δεν δίνει κέρδητα ,
μονάχα εκμαυλίζει όλα τα πραγματοειδή
αυτού του μακάριου κόσμου.
Και με την Ειλείθυια Θεά σε ιθύφαλλο χορό
να σπέρνω υπερανθρώπουs,
να πίνω να βωμολοχώ
κι ωσάν διάτοροs του φωτόs
να καίω τουs ανέμουs.
Eγώ ο μικρόs κι ο μέγαs ερεβομανήs,
επίγονοs τηs μαύρηs λήθηs.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Aγαπητέ φίλε, σε ευχαριστώ πολύ! Ποτέ κανείς δεν μου έχει αφιερώσει ποίημα και πραγματικά χάρηκα. Όπως σωστά σε οδήγησε η διαίσθησή σου, πέραν ίσως της φυσικής σου ευγένειας, είμαι φίλος κι όχι οτιδήποτε άλλο- γεγονός που πίστευα ότι θα είχε ήδη αποκαλύψει το συζητήσιμο, έστω, χιούμορ στις απαντήσεις μου, συμπεριλαμβανομένης της κριτικής, της βαθμολόγησης(! ποιος δεν ξέρει ότι η ποίηση είναι αυστηρά υποκειμενική), της Αunania clinica, και των αγαπημένων μου φίλων Μόντι Πάιθον. Κάποιες παρατηρήσεις, τώρα, είναι λιγότερο χιουμοριστικές, όπως η ερώτηση του σουρεαλιστή κι αυτές που αφορούν τα αδιέξοδα διανοητών και φιλοσόφων, ερευνητών των ορίων του εγώ (ας μην κουράζονται- είναι το γνωστέο) κι όχι του μοιραία μη - εγωικού πνεύματος - κι εδώ δεν θα μπορούσα να μη ρωτήσω: γιατί γράφεις πάντα σε πρώτο ενικό; Ή να πάω παραπέρα: δε νιώθεις ποτέ παγιδευμένος στον εαυτό σου;- αλλά θα ήταν ίσως αγένεια για έναν τόσο προφανώς λεπτό άνθρωπο. Ανταποδίδω λοιπόν την ευγένειά σου κι εγώ με ένα ποίημα- θα χρησιμοποιούσα ίσως το Ταό Τε Κινγκ, αλλά δεν θα ήταν πραγματικό πότλατς εάν δεν ήταν δικό μου...

Το περιστέρι

Άπλωσα το χέρι να πιάσω το τριαντάφυλλο
Κι έπιασα το αγκάθι
Ένα περιστέρι κατέβηκε αργά
Και στάθηκε δίπλα σε έναν βράχο
Είπε «όποιος δεν ματώσει δεν θα πετάξει»
Κι έφυγε ξανά ψηλά στον ουρανό
Άπλωσα το χέρι να πιάσω το αγκάθι
Κι έπιασα το τριαντάφυλλο

Μ Κ είπε...

Σ'ευχαριστώ για το ποίημά σου ,είναι απλό μα βαθύ,πολλέs φορέs νιώθω την ανάγκη να εκφραστώ κιεγώ απλά και κατανοητά ίσωs κάποτε το καταφέρω.όμωs βιώματα και εμμονέs απαιτούν όνομα και αναγνώριση, σωστή λοιπόν η επισήμανσή σου.Είναι βέβαιο όμωs ότι δεν αντέχω όλουs αυτούs που καίγεται το σπίτι τουs κιαυτοί περιγράφουν το λόφο από τη βεράντα βλέπονταs οράματα.

Ανώνυμος είπε...

Σωστό και κατανοητό το τελευταίο σχόλιο - ακόμα κι αν καίγεται το σπίτι του φίλου τους. Το ποίημά μου πάλι δεν είναι άμεσα κατανοητό, γιατί (παρά το φαινομενικά "καλό φινάλε) σε περαιτέρω αναγνώσεις αναπτύσσει μια διττότητα (σώθηκε ή δεν σώθηκε -μάτωσε ή δεν μάτωσε- πέταξε ή δεν πέταξε- χρειαζόταν το τριαντάφυλλο ή το αγκάθι) που στην ταυτοχρονία της ακυρώνει την λογική, με τον τρόπο του πειράματος της Γάτας του Σρέντιγκερ. Ακόμη χειρότερα, σε όποιον δεν μπορέσει να δεχτεί την ταυτοχρονία της διττότητας και την ακύρωση της λογικής δημιουργεί μια λούπα που μπορεί να οδηγήσει σε μια θεωρητική τρέλα διφορούμενης επανάληψης. Ακόμα και η γλώσσα, βλέπεις, είναι επικίνδυνη...

Geove είπε...

Μ΄ αρέσει που σ΄ αυτό το μπλοκ βλέπω επιτέλους να εγείρονται κουβέντες και συζητήσεις ωραίες.
κ. Καρβελά με ξαφνιάζεται συνεχώς με το βάθος της σκέψης σας και με την επινοητικότητα και την ομορφιά των λέξεών σας.

Υ.Γ. Ο πληθυντικός είναι του θαυμασμού που αντικαθιστά τον ενικό της αγάπης (χωρίς βέβαια να τη στερεί...)

Γ.Α.Β.

Συνολικές προβολές σελίδας

Από το Blogger.

Aναγνώστες